Η προϊστορία της παραγωγής και των γυρισμάτων της ταινίας είναι το ίδιο συναρπαστική με το τελικό αποτέλεσμα. Σε μια εποχή που η Αμερική ζούσε ακόμα στην παραζάλη του αντικομμουνιστικού πυρετού και οι διώξεις του γερουσιαστή Μακάρθι, ο οποίος εντελώς ειρωνικά πέθανε την ίδια χρονιά με την κυκλοφορία της ταινίας, είχαν στιγματίσει αμετάκλητα τις καριέρες και τις υπολήψεις δεκάδων δημιουργών, το «Sweet Smell of Success» ήταν η προσπάθεια μιας μερίδας του προοδευτικού Χόλιγουντ να μετουσιώσει δημιουργικά και να καταδείξει τον σκοταδισμό της εποχής και το κλίμα του εκβιασμού και του τρόμου που αναδείκνυε και κατέρριπτε εν μία νυκτί σταδιοδρομίες και όνειρα, ενώ ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που μίλησαν τόσο ανοικτά (και προφητικά) για τον μακιαβελικό ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης ως (αδι)αφανών πηγών εξουσίας.
Η δημιουργική προεργασία της ταινίας είχε ξεκινήσει ήδη από το 1950, όταν ο αρχικός σεναριογράφος Ερνεστ Λέμαν δημοσίευσε στο περιοδικό Cosmopolitan ένα διήγημα με θέμα την εξουσιαστική σχέση υποταγής ενός ατζέντη με έναν διάσημο αρθογράφο, βασισμένος στις προσωπικές του εμπειρίες ως βοηθός του πιο διάσημου ατζέντη εκείνης της εποχής και δημοσιογράφου του Hollywood Reporter, Ιρβινγκ Χόφμαν, και στις σχέσεις του τελευταίου με τον διαβόητο «βασιλιά του κουτσομπολιού», Γουόλτερ Γουίντσελ. Ο αρχικός τίτλος «Sweet Smell of Success» αντικαταστάθηκε με το λιγότερο ειρωνικό «Tell Me About It Tomorrow!», το διήγημα ωστόσο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και άνοιξε τις πόρτες του Χόλιγουντ για τον Λέμαν, ο οποίος ήθελε να το μεταφέρει ο ίδιος στη μεγάλη οθόνη, αντικαταστάθηκε όμως από τον Μακέντρικ, ο οποίος μετά την επιτυχία των κωμωδιών που γύρισε στη Μεγάλη Βρετανία για τα στούντιο Ιλινγκ (μεταξύ των οποίων και η «Συμμορία των Πέντε») αναζητούσε εναγωνίως να συνεχίσει την καριέρα του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετά την εξαγορά των Ιλινγκ από το BBC.
Το «Sweet Smell of Success», όμως, αν και οφείλει πολλά στον σκηνοθέτη του, είναι περισσότερο συλλογικό αποτέλεσμα κι αποκύημα μιας πυρετώδους μεταβατικής εποχής, παρά αποκλειστικό δημιούργημα ενός auteur. Η κατάρρευση των μεγάλων στούντιο (σε συνδυασμό με τον μακαρθισμό) είχε οδηγήσει στη δημιουργία μικρών, ευέλικτων και ημι-αυτόνομων εταιρειών παραγωγής που μπορούσαν να αφουγκραστούν περισσότερο το κλίμα της εποχής. Μεταξύ αυτών ήταν και η εταιρεία HHL, που ίδρυσε ο ήδη διάσημος Μπαρτ Λάνκαστερ μαζί με τον Χάρολντ Χεχτ και τον Τζέιμς Χιλ. Η νεοσύστατη HHL είχε ήδη αρκετές επιτυχίες στο ενεργητικό της, με κορυφαίο το βραβευμένο με Οσκαρ «Μάρτι», το 1955, και η επιλογή του «Sweet Smell of Success» ήταν άλλη μια ρηξικέλευθη επιλογή για την εταιρεία, επιβεβαιώνοντας όμως τελικά τη φήμη της για απολύσεις και τις αντικαταστάσεις πριν από κάθε παραγωγή της, αντικατέστησε τελικά τον Λέμαν, ο οποίος αντιμετώπιζε εκτός των άλλων και προβλήματα υγείας, και ανέθεσε το πρότζεκτ στον Μακέντρικ. Αυτή δεν ήταν η μόνη αλλαγή που έγινε, καθώς ο Μακέντρικ δεν ήταν ικανοποιημένος από το πρώτο σεναριακό draft κι ενώ η ταινία βρισκόταν ήδη σε παραγωγή, κλήθηκε να βοηθήσει ο θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος Κλίφορντ Οντέτς, η φήμη του οποίου είχε αμαυρωθεί, επειδή είχε καταδώσει πρώην συντρόφους του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Μακάρθι.
Κι ενώ όλα αυτά υπό άλλες συνθήκες θα οδηγούσαν σε ένα απερίγραπτο ναυάγιο, στην περίπτωση του «Sweet Smell of Success» οδήγησαν σε μια οργασμική δημιουργική όσμωση. Ο Οντέτς έγραφε πυρετωδώς καινούργιους διαλόγους, οι οποίοι γυρίζονταν σχεδόν αμέσως μετά τη δακτυλογράφησή τους. Στα γυρίσματα, ο γνωστός για τον οξύθυμο και εκρηκτικό χαρακτήρα του Λάνκαστερ διαπληκτίστηκε ουκ ολίγες φορές με τον σκηνοθέτη Μακέντρικ, ενώ υπήρχαν γύρω στις δέκα διαφορετικές εκδοχές για την τελική σκηνή, υπό το άγρυπνο βλέμμα της λογοκρισίας που απαγόρευε ένα ολότελα μαύρο κι αμοραλιστικό φινάλε. Το μπάτζετ της ταινίας πολλαπλασιάστηκε, το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, παρά την εμπορική του αποτυχία, ήταν τελικά συγκλονιστικό και δεν συγκαταλέγεται τυχαία ανάμεσα στις κορυφαίες ταινίες της εποχής.
Από τα πρώτα υποβλητικά νυχτερινά πλάνα της Νέας Υόρκης, το «Sweet Smell of Success» προοικονομεί την κατάβαση στην κόλαση που θα ακολουθήσει. Ανάμεσα στις δεκάδες απρόσωπες μορφές που κυκλοφορούν σαν σκιές κάτω από τις μαρκίζες και τις φωτεινές neon επιγραφές, ο Σίντνεϊ Φάλκο, ένας νεαρός και φιλόδοξος ατζέντης Τύπου, θα προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την εύνοια του διάσημου αρθογράφου Τζέι Τζέι Χάνσενκερ, μία αναφορά στη στήλη του οποίου είναι ικανή να δημιουργήσει ή να καταβαραθρώσει καριέρες ολόκληρες. Ο αρθρογράφος είχε αναθέσει στον Φάλκο να μεσολαβήσει ώστε να τερματίσει η αδερφή του τη σχέση της με έναν μουσικό της τζαζ, και τώρα αυτός πρέπει να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να το πετύχει, καταφεύγοντας σε δολοπλοκίες, ανίερες συμμαχίες, ανταλλαγές μυστικών κι εκβιασμούς, μέσα σε μια πόλη που μοιάζει να ζει μόνο τις μικρές ώρες της νύχτας.
Με διάρκεια μόλις 96 λεπτών, το «Sweet Smell of Success» (ή «Σκοτεινοί Δολοφόνοι», όπως μεταφράστηκε όλως περιέργως στα ελληνικά, αφού κανένας φόνος, σωματικός τουλάχιστον, δεν συντελείται στην ταινία!) είναι ένα υπόδειγμα σκηνοθετικής και κυρίως σεναριακής οικονομίας. Η πλανοθεσία του Μακέντρικ είναι ένα ιδανικό πάντρεμα εξωτερικών γυρισμάτων σε μια Νέα Υόρκη σχεδόν εφιαλτική, βουτηγμένη στην γκρίζα ζώνη της ηθικής ασυδοσίας, και εσωτερικών γυρισμάτων στα στούντιο του Χόλιγουντ, όπου αναπαράγονται το κλίμα και η ατμόσφαιρα των μπαρ και των λεσχών της Νέας Υόρκης, των σύγχρονων αυτοκρατορικών αυλών όπου οι μυστικές διαβουλεύσεις και οι εκβιασμοί οδηγούν στην καρατόμηση και στο διασυρμό στα άρθρα της επόμενης ημέρας.
Ηγεμόνας σ’ αυτό το σάπιο βασίλειο, ο Τζέι Τζέι Χάνσενκερ θα κάνει την εμφάνισή του μετά τα πρώτα είκοσι λεπτά της ταινίας, και η άφιξή του με τη δωρική μορφή του Μπαρτ Λάνκαστερ προοιωνίζεται σαρωτική από την αρχή. Αν και αρχική επιλογή ήταν ο Ορσον Γουέλς, η επιλογή του (παραγωγού) Λάνκαστερ ήταν τελικά ιδανική για το ρόλο, ενώ ο Μακέντρικ είχε τη φαεινή ιδέα να τον φωτίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται πιο έντονη η παρουσία των γεωμετρικών, κοκάλινων γυαλιών του, ως ένας τοίχος υπεροψίας ανάμεσα σ’ αυτόν κι έναν κόσμο υποτελών, που κρέμονται κυριολεκτικά για μία, τυπωμένη ή μη, λέξη του. Οι λέξεις δεν είναι μόνο το όργανο της εξουσίας του Χάνσενκερ, αλλά και το κύριο όπλο της ταινίας του Μακέντρικ, αφού εκτοξεύονται με δαιμονιώδεις ρυθμούς πολυβόλου, σκοτώνοντας τα πάντα στο διάβα τους. Τα one liners της ταινίας και οι ασθματικές στιχομυθίες του σεναριογράφου Κλίφορντ Οντέτς μνημονεύονται, άλλωστε, ακόμα και σήμερα ως σεναριακό μάθημα ανάπτυξης χαρακτήρων.
Στον αντίποδα του Λάνκαστερ, ο Τόνι Κέρτις - στον πρώτο κόντρα ρόλο της καριέρας του (αφού μέχρι τότε αναλωνόταν σε ρομαντικές κομεντί, φτιαγμένες αποκλειστικά σχεδόν για τις πολυπληθείς του θαυμάστριες) - πλάθει έναν ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο Φάλκο, γλοιώδη κι ανθρώπινο μαζί, αντιπαθή, αλλά και τόσο αναγνωρίσιμο στην προσπάθειά του να κερδίσει το μερίδιο από το Αμερικάνικο Ονειρο που νομίζει πως του αναλογεί, και η προδιαγεγραμμένη πτώση του παίρνει διαστάσεις τραγωδίας.
Το τέλος βρίσκει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες γκρεμισμένους και τσακισμένους κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών τους, σε έναν κόσμο που συνεχίζει να κινείται το ίδιο αμοραλιστικά αδιάφορος, μέχρι την επόμενη είδηση που θα προκαλέσει αίσθηση και θα αυξήσει τα τιράζ των εφημερίδων. Μοναδική νότα αισιοδοξίας, η χειραφετημένη πλέον αδερφή του Τζέι Τζέι Χάνσενκερ, η οποία στο πρώτο φώς μιας αδυσώπητης αυγής θα βρει το δικό της δρόμο. Οι θεατές του 1957 δεν ήταν φυσικά προετοιμασμένοι για τόση αλήθεια, εν έτει 2018, ωστόσο, όπου όλα αλέθονται και ανακυκλώνονται στον κυκεώνα των (social) media, το «Sweet Smell of Success» παραμένει προφητικό γι’ αυτόν τον νέο -και όχι και τόσο γενναίο- κόσμο που αποτελεί πλέον καθημερινή πραγματικότητα.