Ποτέ άλλοτε αντιθετικές έννοιες δεν έτυχαν τέτοιας αρμονικής συνύπαρξης στο λαϊκό σινεμά όσο στις κωμωδίες των βρετανικών στούντιο Ίλινγκ. Επρόκειτο κατά βάση για κωμωδίες αγγλικών μεταπολεμικών ηθών, που θέλουν τα εν λόγω ήθη να διαταράσσονται αριστοφανικώ τω τρόπω από τη βίαιη εισβολή της βοής μέσα στη γαλήνη, του σκοτεινού μέσα στο φωτεινό, του θανάτου μέσα στη ζωή, χωρίς όμως να ανατρέπονται. Υπάρχει μια αίσθηση διαλεκτικής στα φιλμ αυτά που αντικατοπτρίζει θαρρείς την όψιμη συμφιλίωση του βικτοριανού ταμπεραμέντου με ο, τι μέχρι πρότινος το υπονόμευε, μετά την τριβή του με τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και δη στο ισοπεδωμένο από τους βομβαρδισμούς του Άξονα Λονδίνο.
«Μαύρες» ονομάστηκαν οι κωμωδίες αυτές, επειδή ακριβώς επεξεργάζονταν τα πιο σκοτεινά και μακάβρια θέματα ως γελωτοποιά γκαγκς. Και η πιο μαύρη ανάμεσά τους είναι αναμφίβολα η «Συμμορία των Πέντε», η τελευταία παραγωγή των Ίλινγκ πριν τα στούντιο εξαγοραστούν από το BBC. Μια συμμορία «δολοφόνων γυναικών» (ο πρωτότυπος τίτλος, με κατάδηλο το οξύμωρο) που θα λογαριάσει ακόμη και την πιο ακίνδυνη ψυχή να ξεφορτωθεί για την πραγμάτωση του μεγάλου του κόλπου.
Πέντε ετερόκλητοι, λοιπόν, ληστές, υπό την ηγεσία ενός απατεώνα πλην τζέντλεμαν, υπενοικιάζουν δύο δωμάτια στο σπίτι μιας καλοσυνάτης γηραιάς παριστάνοντας τα μέλη ενός κουιντέτου εγχόρδων! Θέλουν να κάνουν πρόβες, λέει, μα στόχος τους είναι η ληστεία μιας χρηματαποστολής. Ο σχεδιασμός ξεκινά, αλλά βρίσκει εμπόδια στην ιδιοσυγκρασία της –φιλόμουσης, συν τοις άλλοις- σπιτονοικοκυράς. Και εμπλουτίζεται από νέα σενάρια, όταν εκείνη αρχίζει να υποπτεύεται πως κάτι δεν πάει καλά με τους ανήσυχους νοικάρηδες.
Κι αν το κόλπο θα τελεστεί επιτυχώς, καμία δόξα δε θα έχει η απολαβή των καρπών του για τους συμμορίτες. Των οποίων μια η μαλθακότητα, μια η βλακωδία, μια η απληστία θα επιφέρουν την πλήρη εσωτερική ρήξη. Οδηγώντας αυτούς στην αυτοκαταστροφή και τους αδελφούς Κοέν, μισό αιώνα μετά, στην εύλογη προσαρμογή του πολυτάραχου ριφιφί στο δικό τους –αμερικανικό- σύμπαν των φανφαρόνων, των ανικάνων και των ηλιθίων.
Ταινία σεναρίου (του Γουίλιαμ Ρόουζ, υποψήφιο για Οσκαρ) και ερμηνειών με σαφέστατό θεατρικό στήσιμο, η «Συμμορία…» υπακούει, εν τούτοις, σε ένα «εσωτερικό» μοντάζ που μόνο στην κινούμενη εικόνα ευδοκιμεί –όπως έχουν άλλωστε αποδείξει μετρ της κωμωδίας σαν τον Χοκς ή τον Γουάιλντερ. Ένα μοντάζ που αφορά όχι απλά τους χρόνους δράσης και την καίρια τομή τους, αλλά και λεπτομέρειες στο έμψυχο περιεχόμενο των εικόνων.
Τα χαλασμένα –σε βαθμό παραμόρφωσης- δόντια του «ιπποτικού» Αλεκ Γκίνες, οι τεντιμποίστικες μπούκλες του αγχωτικού Πίτερ Σέλερς, τα παρδαλά κουστούμια του ζόρικου Χέρμπερτ Λομ, η μιλιταριστική περιβολή του λιγόλογου Σίσιλ Πάρκερ, το κτηνώδες σουλούπι του πρώην μποξέρ Ντάνι Γκριν, η βικτοριανή κοψιά της Κέιτι Τζόνσον, γραφικότητες άνευ σημασίας από μόνες τους, συνιστούν, συγκερασμένα και σε αντιδιαστολή, εκτός από τον μικρόκοσμο ενός κομματιού της λονδρέζικης κοινωνίας του ’50, και τον «βηματοδότη» αυτής της αξέχαστης ηθογραφίας πλαστοπροσωπιών και απροόπτων. Τα εύσημα στον Αλεξάντερ Μακέντρικ, βετεράνο «συντονιστή» κωμωδιών των Ιλινγκ («Ουίσκι Δίχως Δελτίο», «Ο Ανθρωπος με το Άσπρο Κουστούμι»), που αμέσως μετά πέρασε στο Χόλιγουντ για να υπογράψει το αριστούργημά του, το κυνικό νουάρ «Η Γλυκιά Μυρωδιά της Επιτυχίας».