Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ένας άντρας φτάνει σε ένα ξενοδοχείο. Επιβεβαιώνει την κράτησή του ως «Κύριος Σουάν» και όταν ο ρεψεσιονίστ τον ρωτάει αν έχει έρθει για δουλειές, αυτός απαντά «Οχι, για να κοιμηθώ.»
Ο,τι θα ακολουθήσει σε αυτήν τη δεύτερη - μετά το «Yves Saint Laurent» του Ζαλίλ Λεσπέρ - κατά σειρά εμφανίσεως βιογραφία του Ιβ Σεν Λοράν από τον Μπερτράν Μπονελό, φέρει καλά ραμμένο επάνω του το φάντασμα του Προυστ. Οχι μόνο έτσι όπως θα ταίριαζε στο πορτρέτο μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυίας που βασανίστηκε από την ίδια την «ευθραυστή» φύση του, αλλά και με τον τρόπο που ο Λοράν αγαπούσε εμμονικά τον Προυστ - είναι χαρακτηριστική η φράση της πιο στενής συνεργάτιδός του που στο τέλος της ζωής του σχολιάζει την εμφάνιση του Ζαν-Πολ Γκοτιέ λέγοντας: «Εσύ έκανες μόδα με αναφορές στον Προυστ, αυτοί κάνουν μόδα με αναφορά στα κόμικς».
To «Saint Laurent» ξεκινάει στα μισά της δεκαετίας του '60, οταν ο Λοράν είναι ήδη ο διασημότερος σχεδιαστής μόδας στη Γαλλία και μοιράζεται ανάμεσα στις ώρες που εργάζεται στο γραφείο του και τις σχέσεις τους με τους στενούς συνεργάτες του και στην άσωτη - γεμάτη αλκοόλ και ναρκωτικά - ζωή του με σταθμούς τις συναντήσεις του με τις μούσες του, Μπετί Κατρού και Λουλού Ντε Λα Φαλέζ και τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, τον Ζακ Ντε Μπασέρ. Στο παρασκήνιο, πανταχού παρών βρίσκεται και ο Πιερ Μπερζέ, ο άνθρωπος που διήθυνε τον οίκο του, εραστής και σύντροφός του μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Η βιογραφία του Μπονελό είναι αποσπασματική, φτιαγμένη περισσότερο από θραύσματα μνήμης και αισθήσεις, με ελαφρά πισωγυρίσματα στο χρόνο και έμφαση από τη μία στη σκιαγράφηση μιας συναρπαστικής προσωπικότητας όπως ήταν ο Ιβ Σεν Λοράν, και από την άλλη στο πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής που είδε τη Γαλλία να μπαίνει στα 70s με σύνθημα την αλλαγή, τη μόδα να πρωταγωνιστεί ως υψηλή τέχνη στους κύκλους του Παρισιού και της διεθνούς βιομηχανίας του θεάματος και τον Λοράν να βυθίζεται στις καταχρήσεις, αναζητώντας ένα νόημα ανάμεσα στις δύο προσωπικότητές του: αυτήν ενός ακούραστα εργατικού ανθρώπου και ενός αλόγιστου bon viveur.
Προσπαθώντας να μπει στο μυαλό του Λοράν, ο Μπονελό - πιστός στο νωχελικό σινεμά των αισθήσεων που χαρακτηρίζει έτσι κι αλλιώς το έργο του, πρόσφατα εκτιμημένο ξανά με τον «Οίκο Ανοχής» - βυθίζεται και ο ίδιος σε ένα παραισθησιογόνο σύμπαν φτιαγμένο από λέξεις, εικόνες, μουσικές και απέραντη μοναξιά και χωρίς να εμβαθύνει δραματουργικά στην προσωπικότητα του ήρωά του, προσπαθεί να μεταδώσει περισσότερο μια εικόνα του κόσμου έτσι όπως την παρατηρεί ο ίδιος ο Λοράν.
Κάθε μικρή ή μεγαλύτερη σε διάρκεια σκηνή υπάρχει για να χτιστεί το πορτρέτο του Λοράν και να ανοίξει μια πόρτα στη παιδική, βασανισμένη, πολλές φορές αντιφατική ψυχοσύνθεσή του. Και ό,τι λέγεται, ακούγεται, εικονογραφείται από το μεγάλο βιβλίο της ζωής του Λοράν (από τη σχέση του με τον Αντι Γουόρχολ μέχρι τα χρόνια του θρυλικού Palace και από το ψωνιστήρι στους κήπους του Παρισιού μέχρι το δεύτερο σπίτι του στο Μαρόκο) υπάρχει για να αποθεώσει τον Ιβ Σεν Λοράν στον μεγάλο καλλιτέχνη που ήταν.
Κορυφώνοντας την αφήγησή του, λίγο πριν το 1976, όταν ο Λοράν έφτασε κοντά στο θάνατο και αναγεννήθηκε με μια επίδειξη μόδας που έμεινε για πάντα στην ιστορία, ο Μπονελό φτάνει κάπως αυθαίρετα και στο τέλος της ζωής του, σε ένα τελευταίο μέρος που μοιάζει «φορτωμένο» με μικρά στιγμιότυπα, χάνοντας τη σχεδόν σαν σουίτα δωματίου αίσθηση του υπέροχου πρώτου μέρους. Η αίσθηση γίνεται ακόμη πιο ονειρική, επαναλαμβανόμενη, αν και προς το τέλος αβίαστα συγκινητική για το φινάλε ενός ανθρώπου που μέχρι και την τελευταία του ώρα δεν ήθελε να νιώθει ότι μπήκε στα μουσεία, όταν βρισκόταν ήδη εκεί από χρόνια.
Κι όσο κανένας από τους δεύτερους χαρακτήρες (ο Ζερεμί Ρενιέ στο ρόλο του Πιερ Μπερζέ, η Λέα Σεντού στο ρόλο της Λουλού Ντε Λα Φαλέζ και ο Λουί Γκαρέλ στο ρόλο του Ζακ ντε Μπασέρ) δεν χρησιμεύει ως κάτι περισσότερο από συμβολικές φιγούρες που περιστρέφονται γύρω από τον Λοράν, το πραγματικό επίτευγμα του Μπονελό είναι ο Γκασπάρ Ουλιέλ που στο ρόλο του Λοράν δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία (ναι, περισσότερο και από αυτήν του Πιερ Νινέ που ήταν σχεδόν αριστουργηματική στο πολύ κατώτερο ωστόσο «Yves Saint Laurent») - πιστή τόσο στη φιγούρα και τις κινήσεις του Λοράν όσο και στην σαν φτιαγμένη από πορσελάνη έτοιμη να σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια φύση του.
Οσα δεν καταφέρνει ο Μπονελό, παρασυρμένος συχνά από το άρτιο αισθητικά περιτύλιγμα της ταινίας, το πετυχαίνει ο Ουλιέλ με ένα βλέμμα του, μια ανεπαίσθητη κίνηση του κορμιού του, το αφοπλιστικό παιδικό χαμόγελο του κάθε φορά που ανακαλύπτει πως η ζωή βρίσκεται έξω από τους τέσσερις τοίχους του προυστικού δωματίου του μυαλού του.
Διαβάστε ακόμη: Ο Γκασπάρ Ουλιέλ μιλάει στο Flix για τον «Αγιο Λοράν»