Ο Κούρδος Γκιγουάρ Χατζαμπί γεννήθηκε μέσα σε φυλακή στο Ιράκ κατα τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ στις αρχές του 1980. Είκοσι χρόνια περίπου μετά «ξαναγεννήθηκε» σε μια άλλη φυλακή στη Συρία, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο με το όνομα Xatar και έγινε ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες του χιπ-χοπ στη Γερμανία.

Ενδιάμεσα, η ζωή του έρχεται ιδανικά να πάρει οπερατικό κινηματογραφικό τίτλο από το πρώτο μέρος της αριστουργηματικής, επικής τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», αλλά και να σκηνοθετηθεί από τον Φατίχ Ακίν σαν μια βιογραφία που, κάπου ανάμεσα στο success story και το «απίστευτο κι όμως αληθινό» ολοκληρώνεται ως μια σύγχρονη παραβολή πάνω στις έννοιες της αδικίας και της δικαίωσης, της ύβρης και της κάθαρσης, του εγκλήματος και της τιμωρίας, της προσπάθειας και της επιτυχίας.

Βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Χατζαμπί (με τίτλο «All or Nothing: We Say the World Belongs to You»), το φιλμ του Φατίχ Ακίν συναρμολογεί χρονικά τη ζωή του ήρωα του, από τη γέννηση του σε μια σπηλιά με νυχτερίδες κάτω από τη Γη, την εξορία της οικογένειας του στο Παρίσι, από εκεί στη Βόννη, στις πρώτες συμμορίες, τη διακίνηση μικροποσοτήτων ναρκωτικών, την πρώτη γνωριμία με την κουλτούρα του χιπ-χοπ, την απόδρασή του στην Ολλανδία και τον κόσμο των νυχτερινών κλαμπ και από εκεί πάλι πίσω στη Γερμανία και το μεγάλο κόλπο με τη ληστεία του φορτηγού που μεταφέρει τα χρυσά δόντια των νεκρών από όλη τη χώρα.

Η ταινία ξεκινάει από τη φυλάκιση του Χατζαμπί στη Σύρια και την άρνηση του να απαντήσει «που βρίσκεται ο χρυσός» και ξαναγυρίζει εκεί αφού μέσα στο κελί θα καταφέρει να βρει τη φωνή του, αφήνοντας πίσω του το βίο και την πολιτεία του ανθρώπου που υπήρξε.

Στο πρώτο μέρος, ο Φατίχ Ακίν που γνωρίζουμε και αγαπάμε «δίνει πόνο» (βλ. στιγμές αφοπλιστικού ρεαλισμού) ειδικά στο κομμάτι της ενηλικίωσης του ήρωα του στη Γερμανία), τραβώντας γραμμές προς κάθε κατεύθυνση που φωτίζουν όλες τις πτυχές της προσωπικότητας ενός ταλαντούχου αλλά χαμένου ανθρώπου που ήταν μοναχικό παιδί και που ενηλικιώθηκε προσπαθώντας να βρει ταυτότητα και «σπίτι» σε λάθος μέρη. Οι χαρισματικοί ηθοποιοί που υποδύονται τον Χατζαμπί σε διαφορετικές ηλικίες έρχονται να συναντήσουν τον Εμίλιο Σακράγια, τον τέλειο ηθοποιό στο τέλειο κάστινγκ - όχημα για να τρέξει ακόμη περισσότερο η καταιγιστική αφήγηση μιας ζωής που ήταν σαν φτιαγμένη να γίνει σινεμά.

Στο δεύτερο μέρος, η προσωπική διαδρομή του Χατζαμπί δυστυχώς παραμερίζεται προκειμένου να χαρτογραφηθεί - αλά Γκάι Ρίτσι (και λίγο «του φτωχού») - η θρυλική ληστεία με τα χρυσά δόντια που έγινε το μεγάλο κατόρθωμα του Xatar και ο λόγος για τον οποίο έγινε διάσημος πριν ακόμη γίνει ακόμη πιο διάσημος, μπαίνοντας στη φυλακή και ηχογραφώντας το πρώτο του άλμπουμ σε ένα παράνομα περασμένο από την πύλη κασετοφωνάκι, μονώντας τον ήχο κάτω από κουβέρτες.

Εκεί σε αυτές τις μοναδικές - αστείες και ταυτόχρονα τραγικές - στιγμές που ο κύκλος της ζωής του ήρωα του κλείνει για να ελευθερώσει ένα κοσμοπολίτικο heist movie και να επιστρέψει στην αρχική ταινία ενηλικίωσης, ο Ακίν αποδεικνύεται ικανότατος χειριστής του genre-bending και του φωτεινού γυρίσματος μιας σκοτεινής ιστορίας (με άλλους όρους και εντελώς αντίθετα αποτελέσματα το είχε κάνει ξανά στο αποτρόπαιο «Χρυσό Γάντι», την πρώτη του κινηματογραφική βιογραφία).

Γοητευμένος - αν όχι συνεπαρμένος (και αυτό δεν το λέμε για καλό) από τον ήρωα του - στρογγυλεύει (κατα το απόλυτα κινηματογραφικό) το μήνυμα μιας παραβολής που υπό συνθήκες εξωραΐζει την παρανομία, αλλά σε κάθε περίπτωση το τραγούδι που συνθέτει λέει με τον δικό του τρόπο μια αφοπλιστική αλήθεια για το που πρέπει να ψάξει κανείς (μέσα του) για να βρει το πραγματικό χρυσάφι.