Ο πρώην δικηγόρος Ρένφιλντ, νυν (με το ζόρι) έτερον ήμισυ του Κόμη Δράκουλα βρίσκεται σε μια ερωτική, αν και όχι (τουλάχιστον φανερά) σαρκική σχέση εξάρτησης με τον Αρχοντα του Σκότους, έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσει ένα «ατύχημα» που έκαψε τον κύριο του και μια βίαιη μετακόμιση του «ζεύγους» στη Νέα Ορλεάνη που θα τον βρει μάλλον σε μια υπαρξιακή κρίση.

Κάπως έτσι το «Renfield» ξεκινάει σε ένα group therapy όπου οι συμμετέχοντες μιλούν για τις τοξικές σχέσεις μέσα στις οποίες είναι εγκλωβισμένοι, με τον Ρένφιλντ να δελεάζεται όχι μόνο να «χωρίσει» από τον Κόμη Δράκουλα, αλλά να εκμεταλλευτεί τις ελαφρώς κατώτερες δυνάμεις από εκείνον που πλέον διαθέτει για να γίνει ο ίδιος ένας… θετικός ήρωας. Μόνο που ο Κόμης διψάει για αίμα, φρέσκο εφηβικό, αθώο αίμα που θα τον επαναφέρει στη… ζωή και έχει ένα σχέδιο για να κατακτήσει τον κόσμο. Και ο Ρένφιλντ θα προσπαθήσει αλλά δεν θα μπορέσει να αποδεσμευτεί εύκολα από τα δεσμά αυτής της σχέσης.

Η αστεία αυτή αφετηρία μοιάζει μια αρκούντως fun αφορμή για την 500+ διασκευή του μύθου του Κόμη Δράκουλα για το σινεμά και την τηλεόραση, ειδικά όταν ο σεναριακός ιστός που υπογράφουν στην ιστορία ο Ρόμπερτ Κέρκμαν του «The Walking Dead» και στο σενάριο ο Ράιαν Ρίντλεϊ με σημαντική προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 επεισόδια του «Rick and Morty», ξεφεύγει διαρκώς από το κλισέ για να αναδείξει μια άλλη πλευρά μιας γνώριμης μυθοπλασίας, σε τόνο διαρκώς (και αδιαλλείπτως) χιουμοριστικό και τελικά σαν βγαλμένο από κόμικ.

Καλό και κακό.

Καλό γιατί ο ρυθμός είναι γρήγορος, η σκηνοθεσία (του Κρις ΜακΚέι του «The Lego Batman Movie») έξυπνη, τα αστεία (μόνο αυτά που έχουν να κάνουν με το… ζευγάρι των Ρενφιλντ - Δρακουλα) λειτουργούν και η ιστορία κυλάει. Κακό γιατί όλη η ταινία είναι μόνο αυτό: μια διαδοχή από κωμικές σκηνές, που ναι είναι χαριτωμένες λόγω του Νικόλας Χουλτ (εδώ στον - νομοτελειακά 20 χρόνια μετά το «About a Boy» - πιο Χίου Γκραντ ρόλο της καριέρας του) και χορταστικές λόγω του Νίκολας Κέιτζ (νομοτελειακά επίσης, 30 και παραπάνω χρόνια μετά το cult που έμελε να γίνει το «Vampire’s Kiss»), ούτε όμως τελικά πολύ αστείες, ούτε πολύ αιματηρές, πολύ μακριά από το cult που ευαγγελίζονται.

Ανάμεσα στο κωμικό και το κομιξικό, το «Renfield» βρίσκει το χώρο του ως μια μέτρια (και κάτω) κωμωδία που δεν γίνεται πότε το b-movie που φαίνεται ότι είναι, ούτε η γκορ παρωδία που φιλοδοξούσε να φέρει το θρύλο του Δράκουλα στο σήμερα. Μοιάζει λίγο με ένα αστείο που κάποιος ξεκίνησε να λέει για την τοξική σχέση του Ρένφιλντ με τον Δράκουλα και απλά το συνέχισε σκορπίζοντας εδώ κι εκεί μερικές ωραίες ιδέες. Πριν το τέλος, όμως, δεν ήταν σίγουρο πόσοι ακόμη τον παρακολουθούσαν…