Η Αλίνα και η Βοϊτσίτα γνωρίστηκαν μικρά παιδιά σε ορφανοτροφείο, μεγάλωσαν αχώριστες, ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σχέση. Η Αλίνα φεύγει μετανάστρια στην Γερμανία και μαζεύει χρήματα με όνειρα να χτίσει ένα σπίτι, αλλά όταν επιστρέφει πληροφορείται ότι η Βοϊτσίτα (πάμφτωχη και εκδιωγμένη από κάθε σπίτι που την υιοθέτησε και εκμεταλλεύτηκε) έχει καταφύγει στο απομακρυσμένο μοναστήρι της περιοχής, όπου βρήκε το Θεό. Η Αλίνα φιλοξενείται στον ιερό χώρο, αλλά δείχνει από την αρχή την αμφισβήτησή της για τα θεία. Ολοι της φέρονται με καλοσύνη, αλλά της ξεκαθαρίζουν: αν δεν ενταχθεί στους κανόνες της πλήρους πίστης και υπακοής, δεν μπορεί να παραμείνει. Με την Βοϊτσίτα να την αγνοεί, αφοσιωμένη στο Σωτήρα της, η Αλίνα φτάνει στα όριά της και το μανιοκαταθλιπτικό ξέσπασμά της ερμηνεύεται ως δαιμονισμός. Ο,τι ακολουθεί δεν θα έπρεπε να σοκάρει κανέναν. Κι όμως.
Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα ρουμάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μ' ένα έντονο κοινωνικό και πολιτικό δράμα που καταλήγει σε ηλεκτρισμένο θρίλερ. Οχι μόνο λόγω της αναγνωρίσιμης έντασης της κινηματογράφησής του, ή της σύνθεσης των πλάνων του. Αλλά γιατί ξέρουμε πολύ καλά τι πραγματεύεται: άνθρωποι και κοινωνίες στα όρια της ανέχειας αφήνουν χώρο στο άλογο, στο τυφλό, στο απάνθρωπο.
Βασισμένος στο βιβλίο της Τατιάνα Νικουλέσκου-Μπραν, ο Μουντζίου κάνει πολλά περισσότερα από το να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού που οδήγησε στο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι. Στην ουσία επιτίθεται ξανά κατά μέτωπο στους θεσμούς. Γιατί αν με το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες, 2 Μέρες» μας έδειξε την ισοπέδωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου, εδώ προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Μας δείχνει την ισοπέδωση της ίδιας της ανθρωπιάς.
Οπως και στην προηγούμενη ταινία του, και εδώ, ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μία γυναικεία φιλία. Σ' αυτή την περίπτωση υπονοείται ότι πρόκειται για σχέση - κάτι που δίνει πολλά ακόμα επίπεδα ανάγνωσης του πλαισίου της ιστορίας κι ένα υπόβαθρο άλλης κατανόησης στην καταπίεση, τις ενοχές, τον τρόμο της αμαρτίας που σπρώχνει την Βοϊτσίτα να απαρνηθεί τη φίλη της, να συνδράμει στην εξόντωσή της.
Ο Μουντζίου είναι πάρα πολύ προσεχτικός στο πώς καυτηριάζει τον θρησκευτικό παραλογισμό. Γιατί δεν είναι (μόνο) αυτό το θέμα του. Οσο κρίνει τα (αν)ιερά και τα (αν)όσια που διαδραματίζονται πίσω από τον ξύλινο φράχτη του μοναστηριού, τόσο κατακεραυνώνει όσα συμβαίνουν έξω από αυτόν - στην κοινωνία της «ελεύθερης» βούλησης, στο θεσμικό πλαίσιο μιας χώρας που έχει αφήσει στην εξαθλίωση τους πολίτες της. Περισσότερο μας αφορούν όσα ώθησαν τα κορίτσια να κρυφτούν πίσω από τα ράσα - κι αυτά συμβαίνουν ανάμεσά μας. Η φτώχεια, το αδιέξοδο, η απελπισία θα οδηγήσουν έναν λαό στην τυφλή πίστη. Η ανικανότητα κι αδιαφορία ενός ιατρικού συστήματος να περιθάλψει θα θέσουν την ανθρώπινη ζωή «στο θέλημα Θεού». Η απόγνωση με όσα συμβαίνουν στη γη σε κάνει να κοιτάς ψηλά, πέρα από τους λόφους, στον ουρανό.
Μπορεί η κάμερά του για ένα επίμονο, σχολαστικό, απαιτητικό δίωρο να ανιχνεύει τον παραλογισμό της οργανωμένης θρησκείας (που υποκινείται πάντα από την καλοσύνη του χριστιανισμού, αλλά καταλήγει σε «κανόνες» και «τιμωρίες»), η ουσία όμως της ταινίας αποκαλύπτεται στο τελευταίο μισάωρο όπου ο φακός του επιστρέφει στο θεατή για τον ουσιαστικό, πολιτικό διάλογο.
Στην οθόνη δεν βλέπαμε μόνο την πάλη μεταξύ καλού και κακού, Θεού και Σατανά, λογικής και μεταφυσικής πίστης. Αλλά και τη σύγκρουση της παλιάς με την νέα Ρουμανία, της καινούργιας «δυνατής», «ενωμένης» Ευρώπης με τα φαντάσματα της ανατολικής, της υπόσχεσης για ένα κοινό μέλλον με την πραγματικότητα του εξαθλιωμένου παρόντος.
Και πόσο διαφορετικό είναι αυτό που ζητά ο Θεός, από αυτό που σου ζητούν οι κυβερνήσεις σου: πίστευε και μη ερεύνα.
Δείτε εδώ τη συνέντευξη του Κριστιάν Μουντζίου και των δύο βραβευμένων πρωταγωνιστριών του στην κάμερα του Flix. ](https://flix.gr/articles/o-kristian-moyntzioy-milaei-sthn-kamera-toy-flix-g.html)