Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του ούγγρου Κορνέλ Μούντρουτσο, «Λευκός Θεός», «Το Φεγγάρι του Δία», μπορεί να δείχνει πολύ προσωπική και λιγότερο φιλόδοξη θεματικά από τις προηγούμενες δουλειές του, αλλά κατορθώνει να είναι μαζί τόσο εσωτερική όσο κι εκκωφαντική, ένα φιλμ που δεν φοβάται να δοκιμάσει τα όρια του δράματος, του συμβολισμού, των ηθοποιών του. Τα «Θραύσματα μιας Γυναίκας» είναι βασισμένο στην εμπειρία της απώλειας ενός παιδιού την οποία η σύντροφός του Κάτα Βέμπερ, μετέφερε αρχικά σε ένα θεατρικό έργο που στην πορεία μεταμορφώθηκε στο σενάριο του φιλμ που έγραψε η ίδια.
Τοποθετημένο στη Βοστώνη, το φιλμ ακολουθεί την ιστορία ενός ζευγαριού που θα χάσει το παιδί του λίγα λεπτά μετά τη γέννησή του σε έναν σπιτικό τοκετό όπου κάτι θα πάει λάθος. Οι επόμενοι μήνες μετά από το τραγικό αυτό γεγονός θα φέρουν τον καθέναν από τους δύο τους στην δική του πορεία προς την συνειδητοποίηση και την αντιμετώπιση της απώλειας και θα δοκιμάσουν την σχέση τους με τρόπους όχι ακριβώς απροσδόκητους. Το γεγονός ότι υπάρχει μια έντονη ταξική διαφορά ανάμεσα στον εργατικής τάξης και πρώην εθισμενου σε ουσιες Σον και την καλής οικογενείας Μάρθα κι ότι η μητέρα της δεν συμπάθησε ποτέ τον σύζυγο της κόρης της αποτελεί αναμφίβολα έναν ακόμη αποσταθεροποιητικό παράγοντα σε αυτό που θα είναι μια δύσκολη πορεία μπροστά προς ένα αβέβαιο μέλλον.
Η ιστορία κινείται παράλληλα με την κατασκευή μιας γέφυρας στην οποία ο Σον δουλεύει και τις οποίας οι δύο άκρες έρχονται όλο και πιο κοντά την ίδια στιγμή που οι δύο ήρωες απομακρύνονται, και οριοθετείται από μερικές σκηνές που έχουν μια δύναμη που σχεδόν κόβει την ανάσα. Το φιλμ ξεκινά με την σεκάνς της γέννας, που διαρκεί σχεδόν τριάντα λεπτά και που είναι γυρισμένη σε μία λήψη (μία από τις έξι που γυρίστηκαν στην διάρκεια δύο ημερών) και η οποία δείχνει να απαίτησε όλη την τέχνη και την τεχνική των πρωταγωνιστών της και ειδικά της Βανέσα Κίρμπι που δεν είναι τίποτα λιγότερο από συγκλονιστική. Οπως και σε κάθε της σχεδόν σκηνή.
Σε μια άλλη, όταν η σχέση τους έχει ήδη αποκτήσει βαθιά ρήγματα, ο Σον και Μάρθα δοκιμάζουν να κάνουν σεξ, με τον Σον σχεδόν να το απαιτεί με μια ζωώδη, βίαιη ένταση και την Μάρθα να αφήνεται ή να «πείθεται» να συμμετάσχει. Το γεγονός ότι ο Σάια ΛαΜπέφ βρίσκεται αυτή τη στιγμή κατηγορούμενος για βίαιη συμπεριφορά και κακοποίηση από την πρώην σύντροφό του δεν μπορεί παρά να αποθέσει στην συγκεκριμένη σκηνή μια ακόμη πιο άβολη αίσθηση, όμως η ερμηνεία του παραμένει πιστή στον χαρακτήρα κάθε στιγμή και είναι εξίσου εντυπωσιακή ακόμη κι αν όπως κάθε φορά που βλέπεις τον Σάια ΛαΜπέφ στην οθόνη δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις μερικές από τις μανιέρες του.
Η τρίτη σκηνή που σηματοδοτεί μια από τις κορυφαίες στιγμές του φιλμ είναι ένας συγκλονιστικός μονόλογος της Ελεν Μπέρνστιν σε ένα οικογενειακό τραπέζι όπου τίποτα δεν πάει καλά και ο οποίος χαράζει την οθόνη με την ένταση και την αποτελεσματικότητά του και δείχνει ικανός να της χαρίσει ένα ακόμη Οσκαρ δεκαετίες μετά το πρώτο της για το «Η Αλίκη δε Μένει πια Εδώ».
Τέλος λίγο πριν το φινάλε του φιλμ, στο δικαστήριο που θα κρίνει την τύχη της μαίας που υποδύεται η Μόλι Πάρκερ, η Βανέσα Κίρμπι θα έχει μια ακόμη σκηνή που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη και που θα επιβεβαιώσει πως η ερμηνείας της είναι μια από τις καλύτερες της χρονιάς κι ένα αληθινό ερμηνευτικό masterclass που δεν μένει μόνο στην τεχνική και την αρτιότητα μα που σε κάνει να νιώσεις με τρόπο ουσιαστικό κάτι βαθύτερο και αληθινό.
Μια αίσθηση που είναι απαραίτητα σε μια ταινία στην οποία δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό που να μπορείς να της προσάψεις εκτός ίσως από την επιμονή της να γίνει όσο πιο εντυπωσιακή και ηχηρή μπορεί, κάτι που της στερεί πόντους εκεί που θα έμοιαζε ότι τους έχει εξ΄ορισμού, δηλαδή στον τρόπο που σε αγγίζει συναισθηματικά. Παρόλη την συσσώρευση δραματικών στιγμών, παρά την τραγωδία που θέτει από την αρχή τον τόνο, παρά τα προσωπικά και συλλογικά δράματα των ηρώων του, παρά την (υπερβολική) μουσική του Χάουαρντ Σορ, το φιλμ του Μούντρουτσο δεν κατορθώνει πάρα πολύ σπάνια να σε συγκινήσει και να σε παρασύρει. Παραμένει μια άρτια, θεαματική ανατμήση της θλίψης και της απώλειας, που όμως ενδιαφέρεται περισσότερο να εντυπωσιάσει σε κάθε επίπεδο παρά να σε παρασύρει στην διαδρομή της σε μια πτώση και μια έξοδο στο φως.