Ο πλανήτης Δίας έχει 63 φεγγάρια. Ενα από αυτά, η Ευρώπη, αποτελεί ελπίδα για τους επιστήμονες: κάτω από το παγιδευμένο από τους πάγους αλμυρό νερό της, μπορεί να κρύβεται ζωή. Στη δική μας Ευρώπη, κάτω από τα παγιδευμένα αλμυρά νερά της, κρύβεται θάνατος. Πτώματα μεταναστών, που προσπάθησαν να διασχίσουν τη Μεσόγειο για να περάσουν από τον τρόμο, στην ασφάλεια και την τελευταία τους ελπίδα για επιβίωση. Εκεί συναντάμε τον Αριαν. Ενα νεαρό Σύριο αγόρι, με έντονο, κατάμαυρο, πανικοβλημένο βλέμμα. Λίγο πριν το ξημέρωμα στις όχθες της Τουρκίας, δίπλα στον πατέρα του, έτοιμοι να επιβιβαστούν σε λέμβους που υπόσχονται να τους μεταφέρουν σε μία νέα ζωή. Μόνο που οι συνοριακές αρχές τους έχουν στήσει ενέδρα. Πυροβολούν, βουλιάζουν τις βάρκες, ο Αριάν χάνει τον πατέρα του. Βγαίνοντας απέναντι και τρέχοντας με όσους επέζησαν προς το δάσος, οι σφαίρες τον προλαβαίνουν. Πέφτει νεκρός. Για να αναστηθεί μετά από λίγα δευτερόλεπτα και να ανακαλύψει ότι... μπορεί να πετάει.
Από αυτό το σημείο ξεκινά η περιπέτειά του. Ενας ακούσιος υπερήρωας στους δρόμους της Βουδαπέστης, δίπλα στον μεσήλικα τυχοδιώκτη Στερν, έναν ξεπεσμένο γιατρό (μετά από ένα χειρουργικό λάθος που άφησε παράλυτο ένα νεαρό αγόρι, εκκρεμεί η μήνυση της οικογένειας του θύματος κι αυτός έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα), ο οποίος αρχικά επιχειρεί να καρπωθεί τα χρήματα της αποζημίωσης προβάλλοντας την ικανότητα του νεαρού. Ποια όμως είναι αυτή η ικανότητα; Οτι πετάει; Οχι μόνο. Οταν ο Αριαν ίπταται στον αέρα, όσοι βλέπουν το «θαύμα», γιατρεύονται από τις πληγές τους - είτε γιατί θεραπεύονται, είτε (αν εκείνοι το επιθυμούν) γιατί λυτρώνονται, εγκαταλείποντας τον μάταιο αυτό κόσμο.
Τι είναι ο Αριαν λοιπόν; Κατατρεγμένος παράνομος μετανάστης που εκλιπαρεί να τον σώσουμε; Αγγελος, που θα σώσει εμάς - αρκεί να σηκώσουμε το βλέμμα μας, να κοιτάξουμε ψηλά και να πιστέψουμε;
Ή ένας graphic novel superhero, που καταδιώκεται επίμονα από την συνοριακή αστυνομιία, την αντιτρομοκρατική, τους ισλαμιστές τρομοκράτες, σε εντυπωσιακές action σκηνές ανθρωποκυνηγητών, εκρήξεων, αυτοκινήτων που συγκρούονται, τζαμαριών που θρυμματίζονται, κτιρίων που ισοπεδώνονται;
Δεν ξέρουμε. Αυτό είναι το πρόβλημα της υπερφιλόδοξης κατασκευής του Κορνέλ Μουντρούτσο, ο οποίος 3 χρόνια μετά τον υπέροχο «Λευκό Θεό» με μία ταινία που θέλει να τα πει όλα. Με στόμφο, μεγαλομανία και αμετροέπεια.
Να ευαισθητοποιήσει την Ευρώπη για το επώδυνο θέμα του προσφυγικού, να μιλήσει για την ηθική κι οικονομική κατάρρευση της Ουγγαρίας (η Βουδαπέστη παρουσιάζεται ως εφιαλτικό γκέτο - από τις εργατικές πολυκατοικίες, μέχρι τους διαδρόμους και τα δωμάτια των νοσοκομείων και των παρηκμασμένων ξενοδοχείων της), τη διαφθορά, την μητροπολιτική αποξένωση, την ψαλλίδα ανάμεσα στην αστική τάξη και τον εξαθλιωμένο λαό. Φιλοδοξεί να κάνει το θεατή να κοιτάξει «ψηλά» - με μία ταινία-πνευματική αλληγορία, χριστιανική παραβολή (σύμβολα από τη Βίβλο προκύπτουν συνέχεια, για όποιον μπορεί να τα αναγνωρίσει) κι έναν ήρωα-Ιησού, γιο ξυλουργού, ο οποίος δεν κατάφερε να περπατήσει στο νερό για να σωθεί, αλλά πετάει για να σώσει τους άπιστους. Και θέλει να στήσει κι ένα εντυπωσιακό action movie, άστοχο τονικά και θεματικά, αλλά κι ικανότατο αισθητικά ταυτόχρονα.
Γιατί κανείς δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Μουντρούτσο είναι ταλαντούχος κι επιδέξειος σκηνοθέτης. Σε συνδυασμό με τον εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας του Μαρσέλ Ρεβ, ο Μουντρούτσο έχει στήσει αποσπασματικά μερικές αριστουργηματικές σκηνές: τον ήρωά του να αναποδογυρίζει σε slow-mo τη βαρύτητα σ' ένα δωμάτιο, ή να κατεβαίνει αχνοπετώντας τον εξωτερικό τοίχο ενός κτιρίου ακολουθώντας τη σκιά του και παρατηρώντας από τα φωτισμένα παράθυρα τους κατοίκους του. Ενα μονοπλάνο αυτοκινητοκαταδίωξης. Ενα φινάλε που εκτοξεύει κάθε μήνυμα στην έξω στρατόσφαιρα.
Τίποτα όμως δεν ενσωματώνεται σε μία ταινία με ξεκάθαρο άξονα, ουσία, στόχο. Ολα μοιάζουν φλύαρα (και δεν εννοούμε μόνο τους ντουμπλαρισμένα αγγλόφωνους διαλόγους), σπάταλα, επιδειξιομανή, ναρκισιστικά κι ανώφελα. Ο Μουντρούτσο δεν μπορεί να κρατήσει με αυτοπεποίθηση και ξεκάθαρο βλέμμα του αφηγηματικό χαλινάρι, να επιλέξει τι θέλει ακριβώς να πει, να στρέψει την προσοχή του θεατή σε όσα έχουν βαρύτητα. Κι έτσι χάνει τη δική του.
Δυστυχώς μία εξαιρετική ιδέα επιχειρεί να πετάξει και καταποντίζεται.