Νύχτα, καφενείο, τελευταίο απασχολημένο τραπέζι. Δύο πελάτες λογομαχούν για την επόμενη κίνηση πάνω από μια σκακιέρα. Ο ιδιοκτήτης, που μαζεύει για να κλείσει, τους προειδοποιεί, Και μία, και δύο, και τρεις. Συνεχίζουν εκείνοι, σαν να μην άκουσαν τίποτα. Βγαίνει έξω ο ιδιοκτήτης, κλειδώνει, κατεβάζει τα κεπένγκια, και γεια σας. Μια λάμπα φωτίζει ακόμα τους σκακιστές που, αδιάλειπτα απορροφημένοι, εξακολουθούν να τσακώνονται με το βλέμμα καρφωμένο στα πιόνια, πίσω από τη σιδεριά.

Εναρκτήρια σκηνή του ντοκιμαντέρ των νεοεμφανιζόμενων Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα, και εντελώς ενδεικτική της εντροπίας που πρόκειται να τεκμηριωθεί μέσα στα επόμενα 80 λεπτά. Ενός φιλμικού χρόνου που μπορεί να εξαντλείται ολόκληρος μέσα σε ένα και μόνο χώρο, το ιστορικό σκακιστικό καφενείο Πανελλήνιον στο κέντρο της Αθήνας, Σόλωνος και Μαυρομιχάλη, όμως, ενόσω προσωπογραφούνται οι θαμώνες του, κατανέμεται σε φέτες ζωής και απλώνεται σε κόσμους ξεχωριστούς, πριν πυκνωθεί σε έναν πάλι και μοναδικό, τον «πλανήτη» του καφενέ, ή αλλιώς τη μικρογραφία ενός σύμπαντος αυτοεξόριστων που παλεύουν να κόψουν τη σύνδεση με την ανηλεή έξω πραγματικότητα μοιραζόμενοι ένα κοινό πάθος.

Κάτι σαν αρρώστια, που κάνει το μαγαζάκι να μοιάζει με κλινική, με τον ιδιοκτήτη κυρ-Γιάννη αρχίατρο και τα πιόνια και χρονόμετρα να νοούνται ως αγωγή. Μια συνεταιριστική, θαρρείς, φυλακή, όπου δεσμώτης και δεσμοφύλακας έχουν έννοια ταυτόσημη. Μαζί, ένα άσυλο αποκλήρων που απεκδύονται θαρρείς την ανθρώπινη περιβολή τους με το που μπαίνουν από την πόρτα, αφήνοντας το πνεύμα τους να στοιχειώσει τον χώρο. Ένα ασπρόμαυρο σε βαφή και τετραγωνισμένου κάδρου fantasy, κατ’ εικόνα του ταμπλό της σκακιέρας, που γίνεται όλο και τρομακτικότερο με τις εντός και εκτός κάδρου αφηγήσεις των φαντασμάτων του.

Ο κυρ-Γιάννης, απέχων συνειδητά από το σκάκι, επιβλέπει και περιθάλπει. Και οι σκηνοθέτες συντονίζουν τις εξομολογήσεις και τις θυμοσοφίες των θαμώνων (εκπληκτική η κεντρική φιγούρα του βουλγάρικης καταγωγής μουσικού Βέντσισλαβ) με επιδέξιο χειρισμό των εκφραστικών τους μέσων και μια γνώση της ανάλυσης και της σύνθεσης που εκτοξεύει το φιλμ έξω από την περιπτωσιολογία και καθετί «επίκαιρο» (η τρέλα δεν υπήρξε ποτέ ανεπίκαιρη), σε μια διάσταση υπαρξιακή εκτός χρόνου και τόπου.

Από τα στιβαρότερα, πιο «κινηματογραφικά» ελληνικά ντοκιμαντέρ που είδαμε τελευταία.