Ο Ντον και η Eλι Γκρίφιν, οι επί πολλά χρόνια χωρισμένοι, θετοί, γονείς του δύσμοιρου Αλεχάντρο, αναγκάζονται να ξανασμίξουν με το ζόρι και να υποδυθούν τους παντρεμένους γονείς του, ενόψει της απόφασης της βιολογικής μητέρας του Αλεχάντρο, να παραστεί στον γάμο του. Οι Γκρίφινς συνειδητοποιούν πως το να υποδύονται τους ερωτευμένους δεν είναι και η πιο εύκολη υπόθεση και μπορεί πολλές φορές η κατάσταση αυτή να καταντήσει φοβερά άβολη, ειδικά από τη στιγμή που η Μπέμπε, η νυν συμβία του Ντον, βρίσκεται παρούσα κάθε στιγμή παρακολουθώντας την κάθε τους κίνηση. Εν τω μεταξύ, μέσω αυτής της μοναδικής παράστασης του θεάτρου του παραλόγου, η ζωή χτυπάει τους Γκρίφιν με τις κλασικές της απρόβλεπτες εκπλήξεις. Η βιολογική κόρη του ζεύγους, η Λάιλα, βασανίζεται από ένα συγκλονιστικό μυστικό, ο βιολογικός τους γιος, ο Τζάρεντ, προβληματίζεται για την ύπαρξη ή την έλλειψη αγάπης τελικά στη ζωή του, ενώ την ίδια στιγμή ο Αλεχάντρο προσπαθεί μάταια να διατηρήσει τις ισορροπίες στο περιβάλλον της ευρύτερης οικογένειας.
Αν αναλογιστεί κανείς το βάρος που κουβαλάει ήδη από την πρώτη του σκηνή το «Big Wedding» είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί η μηδαμινή του προσπάθεια να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων το ισοπεδώνει ολοκληρωτικά σε μια από τις χειρότερες ταινίες του πρόσφατου παρελθόντος.
Φανταστείτε σε ένα και μόνο δωμάτιο την Ντάιαν Κίτον, τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τη Σούζαν Σαράντον να προσπαθούν να στήσουν μια κωμική σκηνή από το μηδέν, ανακαλώντας από το πλούσιο παρελθόν τους όχι τις στιγμές που έχουν μεγαλουργήσει αλλά αυτές για τις οποίες και οι τρεις είναι υπόλογοι επειδή επέτρεψαν σε λάθος επιλογές ή σε κεκτημένη ταχύτητα να στιγματίσουν τις καριέρες τους.
Κάπως έτσι μοιάζει ο «Γάμος της Χρονιάς» από το πρώτο, μέχρι και το τελευταίο του λεπτό, καθώς τόσο οι τρεις βετεράνοι (συν τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο ρόλο - πάλι; - ενός «πειραγμένου» ιερέα), όσο και η νεότερη γενιά που τους πλαισιώνει (Αμάντα Σέιφριντ, Κάθριν Χάιγκλ, Τόφερ Γκρέις) παίζουν όλοι σαν να είναι καρικατούρες του εαυτού τους, αναπαράγοντας τους διαλόγους ενός σεναρίου πηγμένου στα κλισέ και επιπρόσθετα φορτισμένου από μια διάχυτη σεξιστική, ρατσιστική και ομοφοβική διάθεση που με τη δικαιολογία της «χαριτωμενιάς» πλασάρεται ως χιούμορ.
Δεν είναι πια εύκολο να γελάσεις με την Ντάιαν Κίτον σε ακόμη ένα ρόλο μιας υστερικής μάνας, ούτε πια μπορείς να ανεχτείς τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο να αναπαράγει ό,τι του πέτυχε στο «Meet the Parents» και αμέσως υιοθέτησε ως μανιέρα, περνώντας δύο τουλάχιστον δεκαετίες προχειρότητας πριν ο Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ του δώσει ένα ρόλο αντίστοιχο του διαμετρήματός του στον «Οδηγό Αισιοδοξίας».
Οπως ακριβώς είναι αδύνατον να δεχθείς πως μια ολόκληρη ταινία που ασχολείται και καλά με τους «ξένους» (όλη η ιστορία στήνεται επειδή η πραγματική μητέρα του υιοθετημένου Κολομβιανού γιου της Κίτον και του Ντε Νίρο πιστεύει πως οι θετοί γονείς του είναι ακόμη παντρεμένοι), επιλέγει έναν βρετανό ηθοποιό (τον Μπεν Μπαρνς του «Dorian Grey») για να υποδυθεί τον Κολομβιανό (!) και αντιμετωπίζει την ξένη κουλτούρα ως κάτι τουλάχιστον άξιο κοροϊδίας.
Μοιρασμένο ανάμεσα σε γλυκανάλατες σοφίες για όλη την οικογένεια και σε – και καλά – αμήχανες γκάφες που θυμίζουν σε αναλογία φτήνιας τη σκηνή με τη Μέριλ Στριπ με την μπανάνα στο «Ποτέ Δεν Είναι Αργά», η ιλιγγιώδης πορεία του «Γάμου της Χρονιάς» (ριμέικ μιας γαλλοελβετικής ταινίας του 2006 με τίτλο «Mon Frere se Marie») προς την τελική σκηνή του γάμου δεν σταματάει ακόμη και όταν ένας ορυμαγδός ανοησίας κλείνει με τον χειρότερο τρόπο ένα μωσαϊκό ανθρώπινων στερεοτύπων που δεν θα ήθελες να συναντήσεις στην καθημερινότητά σου. Πόσο μάλλον να δεις μια ολόκληρη ταινία που στηρίζεται σε αυτά...