Ο Πατ Σολιτάνο πιστεύει ότι είναι καλά. Οι υπόλοιποι έχουν διαφορετική γνώμη. Η στιγμή που είδε τη γυναίκα του να τον απατά, επί τω έργω, έκανε στο μυαλό του το κλικ. Το αποτέλεσμα ήταν να νοσηλευτεί για τέσσερα χρόνια σε ψυχιατρική κλινική. Τώρα ο Πατ είναι έτοιμος, επιστρέφει στον «έξω κόσμο», στο σπίτι των γονιών του, με μοναδική υποχρέωση να παίρνει τα φάρμακά του και να επισκέπτεται τον ψυχαναλυτή του. Στόχος του είναι να ξανακερδίσει τη γυναίκα του και να ζήσουν μαζί ευτυχισμένοι. Τα σχέδιά του θ’ ανατρέψει η συνάντησή του με την Τίφανι, μια κοπέλα που έχασε τραγικά τον άντρα της κι από τότε διεκδικεί με πάθος και τσαμπουκά την κάθε στιγμή της ζωής της. Ο Πατ και η Τίφανι έχουν τρία κοινά: χρησιμοποιούν τα ίδια ηρεμιστικά, οι γύρω τους αντιμετωπίζουν σαν εύθραυστη πορσελάνη και μαζί θα διεκδικήσουν έναν τίτλο στον προσεχή διαγωνισμό χορού, παρότι ακόμα δεν ξέρουν ούτε τα βασικά βήματα.
Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ είναι ένας σκηνοθέτης που στο παρελθόν μας έχει ενθουσιάσει («Flirting With Disaster», «Three Kings») ή απογοητεύσει οικτρά («I Hear Huchabees», «The Fighter»), αλλά η νέα του ταινία είναι σίγουρα ό,τι καλύτερο και ειλικρινέστερο έχει σκεφτεί ως τώρα.
Η ταινία έρχεται στις αίθουσες φορτωμένη με τις 8 οσκαρικές υποψηφιότητες που διεκδικεί και η προσδοκία μπορεί αυτόματα να τη χαρακτηρίσει, άδικα, ως υπερτιμημένη. Γιατί το φιλμ του Ράσελ δεν είναι κάτι το εξαιρετικό, το μοναδικό, αλλά κάτι το πολύ απλό, άμεσο και γοητευτικό κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το συγκριτικό του πλεονέκτημα. Η ταινία είναι μια απόλυτα σημερινή ρομαντική κομεντί, όπου οι κεντρικοί ήρωες, ενώ παρουσιάζονται ως «διαφορετικοί» και «ασταθείς», είναι τελικά πολύ πιο ώριμοι, συνειδητοποιημένοι και θαρραλέοι από τον «συμβατικό» περίγυρο που τους κριτικάρει.
Οι διάλογοι έχουν στιγμές μεγάλης συγκίνησης αλλά και λεπτού χιούμορ κι ενώ στο πρώτο μέρος οι φωνές των πρωταγωνιστών χτυπάνε υψηλά ντεσιμπέλ, στο δεύτερο μέρος της ταινίας και το σενάριο και οι ερμηνείες στρογγυλεύουν και μελώνουν. Η χημεία μεταξύ της Λόρενς και του Κούπερ είναι αρμονική κι ενώ η πρώτη υπερβάλει στην απεικόνιση της butch, τσαμπουκαλεμένης ηρωίδας της, ο δεύτερος αποδεικνύει ότι μπορεί να χειριστεί έναν πολυεπίπεδο δραματικό ρόλο χωρίς ίχνος από το αλκοόλ του «Hangover». Η μητέρα Τζάκι Γουίβερ (με μια ακόμα μάλλον υπερβολική οσκαρική υποψηφιότητα) είναι τόσο εύστοχη που παρά τον εξαιρετικά σύντομο ρόλο της μένει στη μνήμη. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είναι υπέροχος με μια φυσικότητα που, ωστόσο, σε τίποτα δεν ξεπερνά την ερμηνεία του στο «Meet the Fockers», απλώς σ’ έναν πιο απαιτητικό και καλογραμμένο ρόλο.
Εκείνο, ωστόσο, που παραμένει από τα «Μαθήματα Αισιοδοξίας» δεν είναι ούτε οι υποψηφιότητες, ούτε οι ερμηνείες. Είναι η μετρημένη και τρυφερή απεικόνιση της σύγχυσης και του αδιέξοδου που συναντούν όσοι, μέσα στα ‘10ς, διεκδικούν την αγάπη, την ηρεμία κι ένα απροσδόκητο happy end.