Το 2014 ο Κλάιβ Μπάρκερ («Hellraiser», «Nightbreed») είχε αναφέρει σε συνέντευξή του:
«Μία εταιρία animation έχει εκδηλώσει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μία παλιότερη ιδέα μου: την ιστορία ενός παιδιού που εγκλωβίζεται σε έναν ζωολογικό κήπο και αναγκάζεται να περάσει ολόκληρη τη νύχτα εκεί, την ίδια στιγμή που ξεσπά μία επιδημία ζόμπι. Αρχικά, η ιδέα αυτή προοριζόταν για ένα κόμικ me τίτλο “ZOOmbies” που θα αποτελούταν από δύο τεύχη, ωστόσο κατέληξα να την παραχωρώ στην εταιρία που μου τη ζήτησε. Με έπεισαν λέγοντάς μου ότι είναι κάτι που “θέλουν πάρα πολύ να κάνουν” και ότι θα αποτελέσει την πρώτη τους απόπειρα για μία παιδική ταινία.»
Δέκα χρόνια αργότερα, η ιδέα του Μπάρκερ πράγματι θα ερχόταν στη ζωή, ελαφρώς τροποποιημένη, από το δημιουργικό δίδυμο των Ροδρίγκο Πέρες-Κάστρο και Ρικάρντο Κέρτις, σχεδιαστών animation που εκτελούν για πρώτη φορά σκηνοθετικά χρέη (και οι δύο ωστόσο μετρούν στο ενεργητικό τους εντυπωσιακές συμμετοχές ως animators σε εμβληματικές ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως οι «Απίθανοι» της Pixar, o «Σιδερένιος Γίγαντας» της Warner Bros, η «Εποχή των Παγετώνων 5» της Blue Sky Studios κ.ά.), υπό την αρωγή της εταιρίας παραγωγής Charades και του Στούντιο Anton.
Η μετουσίωση όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν το βαθιά σκοτεινό και γκροτέσκο σύμπαν των δημιουργιών του Μπάρκερ, τόσο των λογοτεχνικών, όσο και των κινηματογραφικών, σε μία animated ταινία που προορίζεται (σχεδόν αποκλειστικά) για παιδικό κοινό, στο πρώτο άκουσμα, μοιάζει με εγχείρημα που είναι καταδικασμένο να αποτύχει.
Κι όμως. Το «Μια Νύχτα με τα Ζωόμπι» (κατά την ελληνική απόδοση του ορίτζιναλ τίτλου «Night of the Zoombies», ή αλλιώς «Night of the Zoopocalypse», όπως κυκλοφόρησε στην αμερικανική διανομή της ταινίας), καταφέρνει να εκπλήξει ευχάριστα, αποτελώντας ένα φαν παιδικό φιλμ που αντλεί στοιχεία και αναφορές από τον κλασικό – και όχι μόνο – κινηματογραφικό τρόμο με επιτυχία, αξιοποιώντας δημιουργικά την αρχική ιδέα του Μπάρκερ. Το πόσο καταλήγει να απέχει από την τελευταία ωστόσο, είναι μία άλλη συζήτηση, η οποία στην πραγματικότητα δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, δεδομένης α) της πρόθεσης, β) της αναγκαίας αυθαιρεσίας που συνεπάγεται η προσαρμογή μίας ιστορίας με χόρορ καταβολές, ώστε να απευθύνεται σε μικρό ηλικιακά κοινό, καθώς και γ) του τελικού αποτελέσματος αυτού καθ’ αυτού.
Στην εκδοχή των Πέρες-Κάστρο και Κέρτις, η πλοκή στρέφεται εξολοκλήρου γύρω από τα ζώα-κατοίκους ενός ζωολογικού κήπου που έρχονται αντιμέτωπα με ένα zombie apocalypse, κατόπιν της πτώσης ενός μετεωρίτη, τα θραύσματα του οποίου εμπεριέχουν έναν ιό που τα μετατρέπει σε – κυριολεκτικά – γλοιώδη τέρατα το ένα μετά το άλλο. Προκειμένου να ανατρέψει την κατάσταση και να σώσει τα μέλη της αγέλης της, αλλά και τα υπόλοιπα ζώα, η γλυκιά και ατίθαση νεαρή λύκαινα Γκρέισι, θα κληθεί να συνεργαστεί με ένα ετερόκλητο (από κάθε άποψη) γκρουπ ζώων που δημιουργείται απροσδόκητα όταν αυτά συναντιούνται τυχαία στο ιατρείο του ζωολογικού κήπου, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν.
Οσο οι καταστροφές διαδέχονται η μία την άλλη και ο μολυσματικός ιός εξαπλώνεται όλο και πιο γρήγορα, ένα μόνιμα επιθετικό πούμα, ένας είρωνας στρουθοκάμηλος, ένα εκνευριστικό καπιμπάρα, ένας ουρακοτάγκος με ηγετικές τάσεις, ένας εκκεντρικός, σινεφίλ λεμούριος κι ένα υπέργλυκο ιπποποταμάκι θα ανακαλύψουν την αξία της ομαδικότητας, δίνοντας τέλος στο χάος που απειλεί το σπίτι τους, μέσα από τη σύμπραξή τους.
Εν ολίγοις, έχουμε να κάνουμε με μία ιστορία που ενώ ακούγεται έκδηλα (και βαρετά) διδακτική, χάρη στη συνολική διαχείριση των επιμέρους στοιχείων της ταινίας καταλήγει να είναι περισσότερο διασκεδαστική, παρά οτιδήποτε άλλο. Κι εκεί ακριβώς έγκειται το δυνατότερο ίσως ατού του φιλμ. Σ’ αυτό συμβάλλει εξάλλου και η καλλιτεχνική αφετηρία των δημιουργών: η εμφανώς γνήσια αγάπη τόσο για τα ζόμπι φιλμς και το σινεμά του τρόμου εν γένει (η ταινία βρίθει απολαυστικών, μέτα αναφορών), όσο και για το animation, ως μέσο και συγχρόνως ως φόρμα, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι η ανεξάντλητη δυναμική της.
Ωστόσο, παρόλο που το δημιουργικό team καταφέρνει να στήσει μία παιδική ταινία που δεν έχει πολλά να ζηλέψει από αντίστοιχες μεγάλων στούντιο, και μάλιστα το πετυχαίνει με αισθητά λιγότερους πόρους, δεν αποφεύγει την παγίδα της πεπατημένης οδού, σε πολλαπλά επίπεδα. Ετσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα (πολύ) προσεγμένο και παραπάνω από ευχάριστο φιλμ, το οποίο τα κάνει όλα σωστά και by the book, πλην όμως του να πρωτοτυπεί σε βαθμό που να το καθιστά ξεχωριστό.