Μόλις δύο χρόνια πριν, ο Τζον Φαβρό παρουσίασε το δικό του «Βιβλίο της Ζούγκλας», μια live-action (ή υπερβολικά φωτορεαλιστική computer animated, εσείς αποφασίζετε) διασκευή της κλασικής ταινίας της Disney, η οποία με τη σειρά της βασιζόταν στις ιστορίες του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ σχετικά με ένα αγόρι που μεγαλώνει στη ζούγκλα της Ινδίας ως μέλος μιας αγέλης λύκων.
Εκείνο το «Βιβλίο της Ζούγκλας» δεν πέταξε από πάνω του την ταμπέλα της «παιδικής ταινίας», κατάφερε όμως να δημιουργήσει έναν κόσμο μαγικό που, όπως ήταν αναμενόμενο, εντυπωσίασε με την ζωντάνια και την αμεσότητά του, όσο κι αν αφηγηματικά κινήθηκε στην ασφάλεια και την αφέλεια, αποφεύγοντας να σχολιάσει ή να αναφερθεί στις κοινωνικές αλληγορίες της λογοτεχνίας του Κίπλινγκ, οι οποίες αγκάλιασαν αλλά δεν περιορίστηκαν στην αξία της διαφορετικότητας, την κοινωνική ισότητα, τη σημασία της αλληλεγγύης και της συμπαράστασης αλλά και το σεβασμό απέναντι στη φύση.
Το όραμα του Αντι Σέρκις (το οποίο αποτελεί ουσιαστικά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο αν και καθυστέρησε τόσο πολύ να κυκλοφορήσει που τελικά παρουσιάστηκε πρώτη στα σινεμά η δεύτερη δουλειά του σκηνοθέτη, «Breathe») συνειδητά αποφασίζει να εφαρμόσει μια πιο ενήλικη οπτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ζώα παύουν να μιλάνε με ανθρώπινη φωνή ή να εμφανίζουν κατεξοχήν ανθρωπογενή χαρακτηριστικά.
Ο κόσμος που συστήνει ο Σέρκις, όσο εντυπωσιακός ή μαγικός κι αν είναι στην αποτύπωσή του, είναι ένας κόσμος που κρύβει τον κίνδυνο σε κάθε στροφή, που δεν καμουφλάρει τις ουλές και το αίμα όσων τραυματίζονται, που αναγνωρίζει ότι και ο θάνατος είναι ένα πολύ πιθανό κομβικό κομμάτι του κύκλου της ζωής. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ανάγνωση της ιστορίας βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα του Κίπλινγκ, διατηρώντας την παραμυθένια υφή της αλλά και τολμώντας να κάνει απότομα σκοτεινές στροφές που σοκάρουν με την σκληρότητά τους. Ο «Μόγλης» του Σέρκις συνειδητά δεν κλείνει τα μάτια ούτε απέναντι στη σκληρότητα του ανθρώπου ούτε και απέναντι στην σκληρή, θανάσιμη ενδεχομένως, δικαιοσύνη της φύσης και δεν υπάρχει κανένα χαρούμενο τραγούδι ικανό να διακόψει την αφήγηση για να μεταδώσει ένα εσφαλμένο αίσθημα ασφάλειας.
Η κεντρική ιστορία ωστόσο δεν κρύβει εκπλήξεις. Ο Μόγλης παραμένει ένα ορφανό παιδί που επιβίωσε στη ζούγκλα της Ινδίας επειδή το υιοθέτησε μια αγέλη λύκων. Ο ίδιος, ούτε λύκος αλλά ούτε και άνθρωπος, έρχεται αντιμέτωπος με την φύση του, με την αλήθεια του κόσμου του, με την σκληρή ενηλικίωση, ακόμα και με τον ίδιο τον θάνατο, ο οποίος δεν περιορίζεται στην θανάσιμη φιγούρα του τίγρη Σιρ Καν που – όχι τυχαία – ήταν και ο δολοφόνος των γονιών του.
Αυτό που απομένει τελικά στον «Μόγλη» είναι απλά μια επισφαλής αίσθηση μεγαλοπρέπειας, που αναδεικνύεται μεν από την εντυπωσιακή αποτύπωση της ζούγκλας, κατακρημνίζεται δε από την κενότητα των κατοίκων της. Οι ήρωές του Σέρκις μπορεί να ποζάρουν εκπληκτικά μπροστά από το ηλιοβασίλεμα, όμως ατυχώς τα πάντα μοιάζουν ικανά να ξεχαστούν στο αμέσως επόμενο γύρισμα της σελίδας.»
Ο πάνθηρας Μπαγκίρα, η αρκούδα Μπαλού, η πύθωνας Κάα αλλά και όλη η αγέλη των λύκων είναι και σε αυτή την εκδοχή παρόντες στην διαδρομή του, ερμηνευμένοι μέσα από την τεχνική του performance capture, μια μέθοδο που αποθέωσε ο Σέρκις σε όλη την καριέρα του, από το Γκόλουμ του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» μέχρι τον αποστομωτικό Σίζαρ του «Πλανήτη των Πιθήκων». Καθώς, σύμφωνα με αυτήν, οι ηθοποιοί δε δανείζουν απλά τη φωνή τους στον κάθε χαρακτήρα αλλά ερμηνεύουν ουσιαστικά με όλο τους το πρόσωπο κάθε διάλογο της ταινίας, κάθε ζώο έχει τη δυνατότητα να εμφανίσει μια εκφραστικότητα ικανή να εντυπωσιάσει με την αμεσότητά της, προσδοκώντας, θεωρητικά έστω, να δημιουργήσει έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στη μαγεία και τον ρεαλισμό.
Εδώ είναι όμως που τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν. Και δεν είναι ότι ο «Μόγλης» του Σέρκις δεν έχει να καυχηθεί για το all star καστ του. Ο Κρίστιαν Μπέιλ, η Κέιτ Μπλάνσετ, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, η Ναόμι Χάρις και ο Πίτερ Μούλαν ερμηνεύουν με πάθος τους εμβληματικούς ρόλους του «Βιβλίου της Ζούγκλας» όμως ο Σέρκις μοιάζει να είναι τόσο απασχολημένος με τα πρόσωπα των ηρώων του που μοιάζει να ξεχνά όλο το υπόλοιπο σώμα και την κίνησή τους. Αν το κάθε κεφάλι μοιάζει να παρουσιάζει ανθρώπινη εκφραστικότητα και συναισθηματικό εύρος, το υπόλοιπο σώμα δείχνει να παραμένει άκαμπτο και άψυχο, γεγονός που αποκαλύπτει και τον μάλλον ανέμπνευστο σχεδιασμό των χαρακτήρων. Αυτό που λειτουργούσε στις προηγούμενες περιπτώσεις για να αναδείξει κάτι που ξεπερνά την πραγματικότητα, εδώ μοιάζει να κρατά πίσω την ιστορία, αναίτια γειωμένη σε ένα όραμα που δείχνει να ξεκίνησε από πάθος αλλά που δεν έχει κανέναν τρόπο για να το μεταδώσει στον θεατή.
Και δεν είναι μόνο ο σχεδιασμός των ζώων ή η εκτέλεση της κίνησης τους που δεν αφήνει ποτέ τον «Μόγλη» να απογειωθεί. Ο ασταθής ρυθμός, τα αφηγηματικά κενά και οι απότομες μεταβάσεις ανάμεσα στις ανάλαφρες και τις άκρως δραματικές στιγμές δεν επιτρέπουν στην έτσι κι αλλιώς επεισοδική υφή της ιστορίας να βρει ποτέ πραγματικά μια σταθερή ροή ή ένα στιβαρό αφηγηματικό πάτημα παρά μαρτυρούν την απειρία ενός δημιουργού που μπορεί τεχνολογικά να είναι καινοτόμος, αφηγηματικά όμως αποδεικνύεται μάλλον ανεπαρκής. Γιατί τίποτα στην ταινία δεν μοιάζει να είναι πραγματικά ζωντανό ή να πάλλεται από αληθινές ευαισθησίες, όσο κι αν προσπαθεί να καμουφλαριστεί πίσω από μια τεχνική που στα λάθος χέρια μοιάζει να ξεμπροστιάζει όλα της τα ελαττώματα.
Αυτό που απομένει τελικά στον «Μόγλη» είναι απλά μια επισφαλής αίσθηση μεγαλοπρέπειας, που αναδεικνύεται μεν από την εντυπωσιακή αποτύπωση της ζούγκλας, κατακρημνίζεται δε από την κενότητα των κατοίκων της. Οι ήρωές του Σέρκις μπορεί να ποζάρουν εκπληκτικά μπροστά από το ηλιοβασίλεμα, όμως ατυχώς τα πάντα μοιάζουν ικανά να ξεχαστούν στο αμέσως επόμενο γύρισμα της σελίδας.