Η ΜΞGAN μπορεί να είναι το πιο εξελιγμένο ρομπότ-κούκλα που είδατε ποτέ, αλλά η ιστορία της μοιάζει με απλή (έως και απλοϊκή) αντιγραφή της γνωστής ιστορίας του τεχνολογικού μοντέλου που παίρνει πρωτοβουλίες, τόσες ώστε να ενδώσει στα φονικά του ένστικτα.

Κάτι όχι απαραίτητα κακό, όταν το ζητούμενο είναι μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου, κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα των multiplex, αλλά και για ένα (ανάλογα με την επιτυχία αυτής της ταινίας) franchise με φονικά παιχνίδια που ταυτόχρονα με το απονενοημένο glitch που παθαίνουν, στέλνουν και ένα μήνυμα για την τεχνολογία που μας αποξενώνει από τον εαυτό μας και τους άλλους.

Η ιστορία όμως που εμπνεύστηκαν η Ακέλα Κούπερ (περιζήτητη σεναριογράφος κυρίως λόγω του «Malignant) και ο Τζέιμς Γουάν (ο δημιουργός των franchises του «Saw» και του «The Conjuring» ανάμεσα σε άλλα), μοιάζει να σταματάει ακριβώς εκεί που θα έπρεπε να ξεκινάει.

Φτιαγμένη με την τελευταία λέξη της τεχνητής νοημοσύνης, η MΞGAN, δημιούργημα της Τζέμα και της ομάδας της σε μια μεγάλη εταιρία παιχνιδιών, παίρνει το πράσινο φως για να βγει στην κυκλοφορία, όταν η σχέση της με την Κέιντι ανηψιά της Τζέμα που μόλις έχει χάσει τους γονείς της σε δυστύχημα αποδεικνύει πως είναι η κούκλα που θα λατρέψουν όλα τα κορίτσια του κόσμου, ένα σίγουρο εμπορικό χιτ και το τέλος όλων των υπόλοιπων παιχνιδιών.

Η μικρή Κέιντι βρίσκει ξανά το ενδιαφέρον της για τη ζωή εξαιτίας της MΞGAN, η οποία είναι πάντα ετοιμόλογη, πάντα έξυπνη, πάντα προσεκτική, μια φτερούγα προστασίας και πηγή διαρκούς ευτυχίας για το μικρό κορίτσι που βρίσκεται πλέον υπό την γονική επιμέλεια της Τζέμα. Μέχρι τη στιγμή που η MΞGAN θα γίνει υπερπροστατευτική, τόσο ώστε να θεωρεί απειλή όποιον προσπαθεί να καταστρέψει το δεσμό της με την Κέιντι.

Η συνέχεια είναι αυτό ακριβώς που περιμένετε, χωρίς καμία παρέκκλιση, αλλά και χωρίς καμία ιδιαίτερη έκπληξη. Πατώντας με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια πάνω στα κλισέ μιας ταινίας - κούκλας (ας το ορίσουμε ως είδος πλέον), το «ΜΞGAN» λειτουργεί μεν ως ένα b-movie που (σε) ικανοποιεί δίνοντας τη σωστή στιγμή τις σωστές ανατροπές, αλλά αποδεικνύεται λιγότερο τρομακτικό από την πρωταγωνίστριά του και σχεδόν PG-13, αφού αποφεύγει επιμελώς κάθε υποψία αιματοκυλίσματος προκειμένου να μην αποξενώσει τους θεατές μικρότερης ηλικίας.

Οι κορυφώσεις του σκάνε χωρίς πραγματικό fun, ενώ η σοβαροφανής απειλή του μοιάζει ήδη από την αρχή «τεχνητή», με αποτέλεσμα να απολαμβάνεις τα χαρίσματα της MΞGAN ως πιθανό «what if» της βιομηχανίας παιχνιδιών, να σκας κι ένα ελαφρύ χαμόγελο στην τελική μάχη που κάνει την ταινία ακόμη πιο υβριδική αλλά και παιδική απ’ ότι είναι, αλλά τελικά να παραμένεις σίγουρος για την όποια σύγκριση.

Η Αναμπελ μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Για τον Τσάκι ούτε κουβέντα.