Παρίσι, 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Οι πιστοί οικονόμοι της Μαρίας Κάλλας, η Μπρούνα και ο Φερούτσιο, ανακαλύπτουν το νεκρό της σώμα στο κέντρο του σαλονιού του πλούσιου διαμερίσματός της. Εκεί όπου είχε καταφύγει όταν την εγκατέλειψαν οι δυο μεγάλες της αγάπες: ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε πεθάνει και το ίδιο και η μεγαλειώδης φωνή της. Οπως θα διαπιστώσουμε, καθώς ο χρόνος επιστρέφει μία εβδομάδα πίσω, η πάλαι ποτέ La Divina σοπράνο που σκορπούσε ωστικά κύματα δέους με την τεχνική και το συναίσθημα των ερμηνειών της, είχε καταλήξει ένα οστεώδες, γκοθ φάντασμα του εαυτού της, κυριευμένο από εμμονές, καταχρήσεις και δαίμονες του παρελθόντος. Γλιστρούσε αέρινα και θλιμμένα ανάμεσα στις ακριβές αντίκες, ταλαιπωρούσε και αγαπούσε ισόποσα την Μπρούνα και τον Φερούτσιο, και κατάπινε χούφτες από το ηρεμιστικό «Mandrax» για να κοιμίζει τους εφιάλτες της και να ξυπνά πιο φιλικές παραισθήσεις.

Για παράδειγμα, ένα τηλεοπτικό συνεργείο, με δημοσιογράφο τον νεαρό «κ. Μάντραξ» την ακολουθούσε παντού κι εκείνη αφηγούνταν τις κομβικές στιγμές της ζωής της: τη φτώχεια της Κατοχής, την εκμετάλλευση από την μητέρα της που «προωθούσε» εκείνη και την αδελφή της σε Γερμανούς στρατιωτικούς, τη λατρεία και την απόρριψη από τον Ωνάση αν έπαιρνε κιλά, τη λατρεία και την απόρριψη από τον κόσμο όταν έχανε οκτάβες. «Ακούω την Μαρία. Θέλω να ακούσω την La Diva» της έλεγε ο μαέστρος που ανέλαβε να την προετοιμάσει «για το μεγάλο comeback». Γιατί αυτό ήθελε η 53χρονη Κάλλας. Να επιστρέψει και να τραγουδήσει μία ακόμα φορά. Οχι γιατί το επέβαλε η μητέρα της. Οχι γιατί το επέβαλε ο κόσμος. Οχι γιατί το απαγόρευσε ο Ωνάσης. Αλλά γιατί, για πρώτη φορά, αυτό ήθελε η ίδια. Να συναντηθεί με την μουσική, τη φωνή, αυτό το θεϊκό δώρο που της χάρισε αιωνιότητα, αλλά της στέρηση τη ζωή.

Ο Πάμπλο Λαραΐν, μετά τα «Spencer» και «Jackie», επιχειρεί το τρίτο πορτρέτο μίας iconic γυναίκας του 20ού αιώνα. Και δεν αναρωτιέται κανείς γιατί επιλέγει την Μαρία Κάλλας: η αντίστιξη του οπερατικού μεγαλείου της με το βαθύ τραύμα που κουβαλούσε, η παραμόρφωση του αντικατοπτρισμού του ειδώλου πάνω στη γυναίκα, η παρεξηγημένη της ταυτότητα, η βαθιά μοναξιά της - όλα ανήκουν στο κινηματογραφικό σύμπαν του χιλιανού σκηνοθέτη.

Και την πλησιάζει με σεβασμό, ενσυναίσθηση, τρυφερότητα, δέος. Ο Λαραΐν κάνει κι εδώ αυτό που ξέρει πολύ καλά: δημιουργεί έναν κυριολεκτικό και συμβολικό όγκο γύρω από την ηρωίδα του. Οι χώροι όπου την τοποθετεί (το βαριά επιπλωμένο διαμέρισμα με τα ψηλά ταβάνια, τους πολυελαίους, τα περσικά χαλιά, το τεράστιο ξύλινο κρεβάτι), δημιουργούν την αίσθηση εγκλωβισμού, μίας χρυσής φυλακής που περιορίζει, τιμωρεί μια γυναίκα. Ο Λαραΐν κινηματογραφεί με την ίδια βαρύτητα - η κάμερά του γλιστρά σε χαμηλό ύψος ανάμεσα στα έπιπλα, στους δρόμους του Παρισιού, ή τη σκηνή της Οπερας. Μια επιλογή που κάνει το περιβάλλον επιβλητικό, αλλά και τρομακτικό.

Αφηγηματικά, εμπιστεύεται και πάλι τον Στίβεν Νάιτ (σεναριογράφο του «Spencer»), να γυρίζει το χρόνο πίσω σε flashbacks που στο τέλος θα σχηματίσουν το μεγάλο πορτρέτο της ντίβας του. Κι εκείνος της χαρίζει πανέξυπνα, αποστομωτικά one-liners απέναντι σε όσους την αμφισβήτησαν, την πόνεσαν, τη διέλυσαν.

Και κάπου εκεί ξεκινά το πρόβλημα. Η καλή πρόθεση να τοποθετεί η La Divina Callas στο βωμό που της αξίζει, μάς στερεί την «Μαρία» που μάς υπόσχεται ο τίτλος. Η ταινία την «αφηγείται», αλλά δεν την «δείχνει». Η σοπράνο που ήταν ατρόμητη πάνω στη σκηνή, με το εργαλείο που της χάρισε η φύση αλλά και η σκληρή, αυστηρή της πειθαρχία, ήταν μία εξαιρετικά λαβωμένη και ανασφαλής γυναίκα απέναντι στον μεγάλο της έρωτα που την απαξίωσε, την εξευτέλισε, την εγκατέλειψε για την Τζάκι. Στην μεγάλη οθόνη του Λαραΐν και του Νάιτ, η Κάλλας παίζει ως μία θεότητα αξιοπρέπειας, που βάζει τους πάντες στη θέση τους με κλασάτη πόζα και δηλητηριώδεις, ευφυείς ατάκες.

Σε αυτό δεν βοηθά η επιλογή της Αντζελίνα Τζολί - ακόμα κι αν, στο χαρτί, επιλέξεις την diva της σύγχρονης εποχής μας, μία γυναίκα που διαθέτει μία παρόμοια αύρα, που κουβαλά τη σύγκρουση εικόνας, φήμης και προσωπικής μοναξιάς, μοιάζει ιδανικό. Η Τζολί είναι αψεγάδιαστα όμορφη. Τα κάδρα στο πρόσωπό της όταν ερμηνεύει τις διάσημες άριες της Κάλλας, ή προσπαθεί να τσαλακωθεί και να αποδώσει ατόφιο πόνο, μοιάζουν με αναγεννησιακούς πίνακες. Σαρκώδη χείλη, ζυγωματικά, δέρμα, κόκκαλα - όλα σε μία αισθητική τελειότητα που η Κάλλας, όχι απλώς δεν διέθετε, αλλά αυτό την σκότωνε. Να αισθάνεται άσχημη, λίγη. Παχιά. Πώς να συνθεδεί το κοινό με αυτή την αληθινή, αποκαλυπτική της διάσταση όταν ο φακός πλησιάζει ένα πρόσωπο τόσο φωτογενές; Πώς να πιστέψεις το διάσημα λιποβαρές σώμα της Τζολί ως μεταμόρφωση της Κάλλας (που ακόμα και στα πολύ αδύνατά της, δεν ήταν ποτέ ντελικάτη). Ολο αυτό βέβαια δεν μπορεί να χρεωθεί στην Τζολί που (μπορεί να) είναι πολύ καλή ηθοποιός και εδώ το προσπαθεί - πειθαρχημένα και γενναιόδωρα. Οταν της επιτρέπεται να βγει από την αγκύλωση της πόζας, δείχνει ότι μπορεί να βγάλει την broken διάσταση της Κάλλας. Τις περισσότερες φορές όμως ο Λαραΐν την εγκλωβίζει σε μια πορσελάνινη επιφάνεια - σαν τις κούκλες που μάς αγόραζε η μητέρα μας, αλλά τις στόλιζε στις βιτρίνες και δεν μάς άφηνε να τις αγγίξουμε για να μην τις σπάσουμε. Πίσω από το τζάμι, κι αυτές μάς κοιτούσαν χωρίς καμία σπίθα στο βλέμμα.

Σε αυτό τον αισθητικό τόνο κινείται κι όλη η ταινία. Η ομορφιά διαχέεται - από την φθινοπωρινή, ζεστή κινηματογράφηση του Εντ Λάκμαν, μέχρι την άψογη σκηνογραφία του Γκάι Χέντριξ Ντίαζ και τα στυλάτα κοστούμια του Μάσιμο Καντίνι Καρίνι. Ναι, η Κάλλας ήταν μία από τις πιο καλοντυμένες γυναίκες της εποχής της. Ομως κι αυτό ήταν πανοπλία, όχι περήφανη πασαρέλα. Οταν η αληθινή Κάλλας βγαίνει σε αρχειακό υλικό που ντύνει τους τίτλους τέλους, η φλόγα στα μάτια, το απείθαρχο γάργαρο γέλιο, η μεγάλη μύτη, οι καμπύλες, η θλίψη της είναι όλα larger than life. Και ξαφνικά οι «ατέλειες» βάζουν φωτιά και ξυπνούν την εικόνα.

Αυτό λείπει από την ταινία. Μικρές ανατροπές, ραγίσματα στην επιδερμίδα της οθόνης. Οπως, για παράδειγμα, ο αριστοτεχνικός τρόπος που ο Πιερφραντσέσκο Φαβίνο κουβαλά το ταλαιπωρημένο από χρόνιο πόνο σώμα του μπάτλερ Φερούτσιο. Μία διακριτική κύρτωση στην πλάτη, ένα ανεπαίσθητο κουτσό βάδισμα και τον μεταμορφώνει σε Κουασιμόδο που κοιτά μονίμως ανήσυχα και κρυφοερωτευμένα την Εσμεράλντα κυρά του. Αυτή η ερμηνεία κλέβει το χειροκρότημα της αίθουσας.

-«Γιατί δεν ακούτε ποτέ τις ηχογραφήσεις σας;»-«Γιατί είναι τέλειες. Και ένα έργο δεν μπορεί να είναι τέλειο. Του ρουφάς την ψυχή».