O Tζο Μπακ άφησε πίσω τη δουλειά του στη λάντζα του μικρού diner του Τέξας. Εβαλε τις καουμπόικες μπότες και το καπέλο του, 2-3 καλοσιδερωμένα πουκάμισα στην pony skin βαλίτσα του, πήρε το τρανζιστοράκι και το hustler πόστερ του αγαπημένου του Πολ Νιούμαν και μπήκε στο λεωφορείο για την Νέα Υόρκη. «Εκεί που οι γυναίκες εκλιπαρούν, πληρώνουν. Γιατί όλοι οι άντρες είναι tutti-frutti αδελφές…» Η γιαγιά που τον μεγάλωσε του έλεγε ότι ήταν ο ομορφότερος καουμπόι από όλους. Και, μπορεί να μην ήταν σπίρτο, αλλά ένα πράμα έκανε καλά: σεξ. Ήταν το μοναδικό του ταλέντο. Θα έβγαζε χρήματα από αυτό. Θα άλλαζε ζωή.
Μόνο που τα όνειρα του Τζο γρήγορα αποδεικνύονται χίμαιρες. Ο αφελής γίγαντας με το καλοπροαίρετο χαμόγελο και τα κουταβίσια μάτια προσγειώνεται στη ζούγκλα των περιθωριακών δρόμων της 70ς Νέας Υόρκης σαν το πρόβατο στους λύκους. Όλοι τον κλέβουν. Οι μεγαλοκοπέλες της 5ης Λεωφόρου αποδεικνύονται πόρνες πολυτελείας και οι ίδιες. Προαγωγοί που υπόσχονται να τον κατευθύνουν, αποκαλύπτονται ημίτρελοι, διεστραμμένοι Ευαγγελιστές. Ντροπαλά γκέι αγόρια που ψωνίζονται στα τσοντάδικα της 42ης οδού, ανοίγουν τα φερμουάρ τους και μετά την καρδιά τους: δεν έχουν μία. Ακόμα κι ο «Ράτσο», αυτός ο κοντός ιταλοαμερικάνος που γνώρισε σ’ ένα καταγώγιο και του υποσχέθηκε να του δείξει τα κόλπα, πρώτα του πήρε το τελευταίο του εικοσαδόλαρο και μετά, τρομαγμένος από το αγριεμένο ανάστημα του Τζο, προσφέρθηκε να τον περιμαζέψει στο εγκατελειμμένο κτίριο που ονομάζει σπίτι. Εκεί, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς θέρμανση, χωρίς φαγητό, ο φυματικός «αρουραίος» που νομίζει ότι είναι έξυπνος παίκτης κι ο καουμπόης που πιστεύει ότι είναι ακαταμάχητος εραστής θα διαμορφώσουν μία πικρή, απελπισμένη φιλία. Θα κάνουν μικροαπάτες, και μεγάλα όνειρα: να ξεχειμωνιάσουν στη Φλόριντα - εκεί που «ο ήλιος λάμπει, ακόμα και μέσα στην καταρρακτώδη βροχή», όπως λέει και το κομμάτι του Χάρι Νίλσον «Everybody’s Talkin’».
Φρέσκος από την επιτυχία του «Darling» (το κοφτερό πορτρέτο του swinging Λονδίνου των 60ς, που χάρισε Οσκαρ στην Τζούλι Κρίστι), ο Βρετανός σκηνοθέτης Τζον Σλέσινγκερ αναλαμβάνει να κάνει κάτι αντίστοιχο και στην απέναντι όχθη: να δει με το δικό του βλέμμα την περιθωριακή Νέα Υόρκη. Αυτό θα ήταν από μόνο του κοσμογονικό. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 60, πολύ πριν τους σκορσεζικούς «Κακόφημους Δρόμους», τη «Συνομιλία» του Κόπολα, ή τον εμβληματικό «Ταξιτζή». Ο Σλέσινγκερ έχει ακόμα τον κώδικα λογοκρισίας στο σβέρκο του, και παρόλο που η νομοθεσία αλλάζει προς κάτι πιο ελεύθερο, κανείς δεν έχει τεστάρει τα νερά του «νέου Χόλιγουντ». Οπότε το X-rated αποτέλεσμα που πέτυχε ο Σλέσινγκερ, ήταν σοκ στις αισθήσεις. Ειδικά, όταν βραβεύτηκε με τρία Όσκαρ.
Πατώντας πάνω στο ομότιτλο βιβλίο του Τζέιμς Λίο Χέρλιχι, ο Γουάλντο Σολτ (σεναριογράφος και των μεταγενέστερων «Σέρπικο», «Ο Γυρισμός») δίνει στον Σλέσινγκερ την ιδανική πρώτη ύλη, μία κλειδαρότρυπα στο ημιπεθαμένο αμερικανικό όνειρο. Αυτό που θέλει ευκολόπιστα χωριατόπουλα να εγκαταλείπουν την nowhere Αμερική για τις λαμπερές μητροπόλεις όπου όλα είναι πιθανά, αλλά να ανακαλύπτουν ότι ο προορισμός ήταν τελικά ένα νοσηρό αδιέξοδο.
Αυτή η νοσηρότητα είναι πρωταγωνίστρια της ταινίας. Ο Σλέσινγκερ κρτά με τόλμη το φακό ορθάνοιχτο στην σκληρότητα. Μυρίζεις την μπόχα των δρόμων της Times Square, την μούχλα των φτωχοξενοδοχείων, την υγρασία των πορνοσινεμά. Επιστρατεύοντας τον «kitchen-sink» βρετανικό ρεαλισμό ο φακός παρατηρεί την φτώχεια και την κακουχία μέσα στο ρημαγμένο ερείπιο του Ράτσο. Ομως το ίδιο σκοτεινά καταγράφει και την «αστραφτερή» Νέα Υόρκη. Εχοντας τον DP Άλαν Χόλεντερ στο πλευρό του, ο Σλέσινγκερ φωτίζει με αρρωστημένο κόκκο και τα Upper East Side διαμερίσματα - αυτά που αποπνέουν το πατσουλί των συνοδών πολυτελείας. Κινηματογραφεί νοσηρά και παραισθησιογόνα και το Village - τα διαβόητα sex, drugs and rock ’n’ roll πάρτυ της κλίκας του Αντι Γουόρχολ. Όλα είναι θλιβερά, ψεύτικα, μακάβρια, γκροτέσκα.
Όμως δεν χάνει το focus του. Στο επίκεντρο όλων είναι η φιλία των δύο απόκληρων αντρών. Ανάπηροι αμφότεροι - ο Ράτσο χτυπημένος από πολιομυελίτιδα, παρατημένος στην τύχη του σε μια πόλη που δεν συγχωρεί. Ο Τζο ψυχικά - τα flashbacks του Σλέσινγκερ υπονοούν ότι μεγάλωσε κακοποιητικά, και στην πρώτη του σχέση έπεσε θύμα βιασμού. Γατζώνονται ο ένας από τον άλλον με πόνο, φόβο κι απόγνωση.
Επί έξι δεκαετίες τα κινηματογραφικά δοκίμια διαπραγματεύονται αν πρόκειται για μία από τις πρώτες queer σχέσεις στο χολιγουντιανό σινεμά. Ο ίδιος ο -ανοιχτά γκέι- Σλέσινγκερ το έχει αρνηθεί (το «Sunday Bloody Sunday» ήταν για εκείνον το πιο τολμηρό βήμα). Σίγουρα όμως ο τρόπος που το βλέμμα του πέφτει, ωμά και ειλικρινά, στον αμερικανό άντρα της αυγής των 70ς είναι μία διατριβή στην κρίση της αρρενωπότητας. Σε μια Αμερική που το πάρτυ τελείωσε και έχει ξυπνήσει με βαρύ χανγκόβερ (από τη δολοφονία Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μέχρι το Βιετνάμ) ήρωες δεν υπάρχουν πια. Ούτε και Τζον Γουέιν σκληροτράχηλοι καουμπόιδες. Τις μπότες και τα καπέλα τώρα τα φορούν τα αγόρια που κάνουν ψωνιστήρι στην 42nd Street.
Πόσο σκληρά κι απότομα ξυπνά από το όνειρο ο Τζο Μπακ. Πόσο μελαγχολικά, γλυκά, απεγνωσμένα τον ερμηνεύει ο Γιόν Βόιτ στο ντεμπούτο του που τον έκανε αυτόματα σταρ. Ψηλός, ευθυτενής να περπατά αγέρωχα στις κλασικές σκηνές ανάμεσα στην νεοϋορκέζικη κοσμοσυρροή. Αλλά ποτέ να μην μπορεί να κρύψει το συρρικνωμένο, ανασφαλές, μικρό, πάντα απροστάτευτο αγοράκι που κουβαλά μέσα του. Αυτή η γενναιόδωρη αφέλεια του Βόιτ, αυτή η πονεμένη έκκληση για σύνδεση με έναν κόσμο που τον απέρριψε, αυτή η τελευταία αγκαλιά στον Ράτσο είναι τόσο εύστοχα τρυφερή που σου ραγίζει την καρδιά.
Κι ο Ντάστιν Χόφμαν εδώ επισφραγίζει την στόφα ενός μεγάλου πρωταγωνιστή. Δεν είναι πόσο έχει μελετήσει το πώς θα κουβαλήσει την αναπηρία στο σώμα του. Είναι η ενέργεια του. Φορά τον Ράτσο ταπεινωτικά, βρώμικα, μονίμως ιδρωμένα, αηδιαστικά με ένα βλέμμα τόσο σκοτεινό, τόσο νεκρό που τρομάζεις να το κοιτάς. Φτύνει βρισιές στους δρόμους («I’m walking here»!) κι ομοφοβικές ταπεινώσεις στον Τζο, γιατί είναι το μόνο του αντριλίκι. Ο μόνος τρόπος να υπερβεί το δικό του ανέραστο κουφάρι. Σαν τρίποδο κουτάβι που στο τέλος συμπονείς.
Έξι δεκαετίες μετά, αυτή η Νέα Υόρκη δεν υπάρχει. Η σκούπα του Τζουλιάνι καθάρισε την Time Square, στην 42η Οδό ξηλώθηκαν οι πόρνες και τα τσοντάδικα, χτίστηκαν πολυεθνικές και πολυτελή Airbnb διαμερίσματα, ενώ τα ξενοδοχεία της περιοχής δε θα μπορούσε να τα πλησιάσει πια ένας Τεξανός μπατίρης. Όμως οι πονεμένοι άνθρωποι δεν εξαφανίστηκαν. Ούτε η φτώχεια, ούτε η απελπισία. Κανένα gentrification δεν μπορεί να εξαλείψει τα χαμένα παιδιά που δεν έγιναν άντρες. Όπως και καμία πλέον φαντασίωση δεν μπορεί να διατηρήσει την εικόνα της Αμερικής ως προορισμό. Μάλλον ως τόπο που παίρνεις το πρώτο λεωφορείο προς την έξοδο.