H Κλάρα και η Ελα μετανάστευσαν από τη Γεωργία στο Λος Αντζελες για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Η Κλάρα πράγματι έγινε top model και ταξιδεύει τον κόσμο βγάζοντας χρήματα. Η Ελα προσπαθεί να καθιερωθεί ως φωτογράφος αλλά προς το παρόν εξαρτάται από τη φίλη της. Εμείς τις συναντάμε στις διακοπές τους σ' ένα ελληνικό νησί, όπου χαίρονται τον ήλιο, τη θάλασσα και τον -μυστικό από όλους- έρωτά τους.

Ο Εντι, ο αδελφός του Αλτίν κι ο ξάδελφός τους Βετόν μετανάστευσαν από την Αλβανία στην Ελλάδα για να κυνηγήσουν τα δικά τους όνειρα. Ομως δεν βρήκαν μία καλύτερη ζωή σ' αυτή τη «Γη της Επαγγελίας». Μένουν σ' ένα ερειπωμένο, εγκατελειμμένο ξενοδοχείο στην παραλία του νησιού και κάθε πρωί στέκονται στην ουρά της ανεργίας για όποιον ντόπιο μπορεί να χρειάζεται εργατικά χέρια. Παράλληλα, οι κάτοικοι τους εξοστρακίζουν και οι αστυνομικοί τους κακοποιούν.

Μετά από μία ξέγνοιαστη και μεθυσμένη μέρα στην παραλία, τα κορίτσια αποφασίζουν να εξερευνήσουν τα χαλάσματα του ξενοδοχείου και να βγάλουν φωτογραφίες. Ενα τραγικό ατύχημα όμως θα φέρει αντιμέτωπους τους δύο διαφορετικούς κόσμους και θα οδηγήσει σ' έναν κύκλο βίας κι εκδίκησης.

Ο ελληνικής καταγωγής Φαίδων Παπαμιχαήλ, εδώ και 30 χρόνια κορυφαίος διευθυντής φωτογραφίας (πιστός συνεργάτης του Αλεξάντερ Πέιν, του Τζέιμς Μάνγκολντ, του Τζορτζ Κλούνεϊ) και δύο φορές οσκαρικός υποψήφιος («Νεμπράσκα», «Η Δίκη των 7 του Σικάγου») στην 5η του σκηνοθετική απόπειρα γνωρίζει πολύ καλά πώς να κατασκευάσει την νοσηρή, πυκνή ατμόσφαιρα ενός εφιάλτη που ξεσπά στο σκοτεινό περιθώριο μιας κοινωνίας. Τα πλάνα του είναι στοιχειωμένα από σκιές και συννεφιασμένους ουρανούς, το ελληνικό καλοκαίρι μοιάζει παράτονο και off, σαν ο αρρωστημένος ήλιος να ελλοχεύει κινδύνους, κι όταν η δράση μπαίνει στα χαλάσματα του ξενοδοχείου τα παιχνίδια με το φως, το σκοτάδι και τον ήχο είναι αριστοτεχνικά.

Δυστυχώς όμως αυτή η άρτια κατασκευή μοιάζει επιδερμική, κούφια. Κι αυτό γιατί το σενάριο αυτού του κοινωνικού θρίλερ βασίζει τις ορμές των ηρώων του και τις ανατροπές της πλοκής σε μία συρραφή από εύκολα στερεότυπα. Τα κορίτσια είναι προνομιούχα, αλλά δεν το γνωρίζουν και περιφέρονται στις επαρχίες ως αλαζονικές εξωγήινες. Οι Αλβανοί δεν γνωρίζουν αγγλικά κι αυτό είναι αρκετό για να μην τρέξουν να βοηθήσουν μία ταραγμένη κοπέλα, αλλά βιοπραγούν και εγκληματούν «για να μην μπλέξουν».

Ειρωνικά, αυτή η περιγραφή μοιάζει να αναιρεί και τις προθέσεις του Παπαμιχαήλ: με την πρόφαση ενός αιματοβαμμένου θρίλερ (ο ίδιος το αποκαλεί «ταραντινικό») το σχόλιο για το πόσο διαφορετικά οι κοινωνίες μεταχειριζόμαστε τους μετανάστες μας καταποντίζεται όταν κι ο ίδιος επιβεβαιώνει τον κανόνα: ένας Αλβανός είναι εν δυνάμει εγκληματίας.

Αυτή η αστοχία (κι ένα χλιαρό φινάλε) μοιάζει να ροκανίζει τα θεμέλια της ταινίας, και θυσιάζει την πραγματικά προσεγμένη, υποβλητική της ατμόσφαιρα.