Ο θρυλικός Τζον Γουίκ έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, αναγκάζεται όμως να επιστρέψει. Ενας παλιός του εχθρός δίνει ένα τεράστιο ποσό προκειμένου ο Τζον Γουίκ να πεθάνει. Το «συμβόλαιο θανάτου» είναι διεθνές και πληρωμένοι εκτελεστές από όλο τον κόσμο τον αναζητούν. Ο Τζον Γουίκ όμως δεν είναι ένας εύκολος στόχος…
Οταν βγήκε το πρώτο «John Wick» στις αίθουσες, είχαμε γράψει στο Flix: «χωρίς ίχνος ενοχής, αλλά με μια ελευθερία που αγγίζει τη θρασύτατη αυθαιρεσία και με μοναδικό τους μέλημα να προσφέρουν ισχυρές δόσεις ανελέητου fun και ωμής βίας, οι δημιουργοί του χτίζουν ένα σύμπαν που θα μπορούσε να είχε βγει από ένα κόμικ, εξαιρετικά φωτισμένο και ακόμη πιο εξαιρετικά χορογραφημένο στις σκηνές που ο Κιάνου Ριβς καθαρίζει ντουζίνες από ανθρώπους που μπαίνουν στη μέση του θανάσιμου σχεδίου του.»
Θα μπορούσαμε να γράψουμε ακριβώς την ίδια κριτική (και να μην είχε απολύτως καμία διαφορά) και για το δεύτερο κεφάλαιο αυτής της αιματοβαμμένης ιστορίας εκδίκησης, με τον Κιάνου Ριβς να αναλαμβάνει για άλλη μια φορά τον ρόλο του σκληροτράχηλου δολοφόνου που προσπαθεί να ζήσει μια νορμάλ ζωή, αλλά το παρελθόν του δεν τον αφήνει. Και αυτό είναι που προσπαθεί να πετύχει ο Τσαντ Σταχέλσκι, ο οποίος πηγαίνει σόλο αυτή την φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ακολουθώντας πιστά τον κανόνα «αν κάτι δεν είναι χαλασμένο, μην προσπαθείς να το φτιάξεις», αυξάνοντας απλά στο διπλάσιο την δράση και την ένταση.
Γιατί έτσι πρέπει να είναι ένα καλό σίκουελ ταινίας δράσης.
Το «John Wick 2» δεν προσπαθεί να κάνει την σειρά να αποκτήσει ένα cult status, και δεν το νοιάζει άλλωστε κάτι τέτοιο (αυτό το έχει καταφέρει ήδη από την πρώτη κιόλας ταινία εξάλλου), αλλά προσπαθεί να τιμήσει το ήδη υπάρχον αιμοβόρικο φαντεζί του σύμπαν. Ο,τι αγάπησε (ή μίσησε) κάποιος στην πρώτη ταινία υπάρχει κι εδώ, με τον Σταχέλσκι να πατάει γκάζι από την αρχή και να μην σταματάει μέχρι το τέλος.
Το δεύτερο κεφάλαιο του «John Wick» συνεχίζει να είναι ένα απενοχοποιημένο b-movie με το στιλ και την βία να ρέουν άφθονα σε κάθε σκηνή, κρύβοντας ένα είδος νουάρ λυρισμού στα παρασκήνια. Κι αυτό είναι που καταφέρνει να προκαλέσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας, περισσότερο ακόμα ίσως και από το neon μεταμοντέρνο σύμπαν του και το ακόμα πιο κλισέ και διεκπεραιωτικό του σενάριο. Κι όλα αυτά συνοδευμένα με ένα τέλειο χορογραφημένο όργιο μαχών σώμα με σώμα κάτω από μια βροχή από (κυριολεκτικά) αμέτρητες σφαίρες.
Καθώς η ταινία πλησιάζει στο τέλος της, θέτοντας (εννοείται!) τις βάσεις για το τρίτο κεφάλαιο, νιώθεις πως έχεις πάθει ένα overdose απ’ όλη αυτή την στιλιζαρισμένη βία, και το (αποτυχημένο) σχόλιο της πάνω σε αυτή, την στωική ερμηνεία και την μινιμαλιστική εκφραστικότητα του Ριβς, αλλά και το σενάριο που προσπαθεί πολλές φορές να γίνει αστείο και αποτυγχάνει κάπως άβολα είναι η αλήθεια. Και παρόλο που η δράση φαίνεται να έχει πάρει δόσης τεστοστερόνης για να ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς θεατές, μοιάζει μια από τα ίδια, με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει για τον καθένα.