Κομητεία Λέιτριμ, 1932. Δεκατρία χρόνια μετά τον πόλεμο με τους Βρετανούς για την αυτονομία και δέκα μετά τον αιματηρό Εμφύλιο ανάμεσα σε όσους συμφώνησαν με τους όρους των Αγγλων και όσους ένιωσαν πικρή την ήττα και το ξεπούλημα, η χώρα προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της, ανεξάρτητη, ελεύθερη, με νέες ιδέες. Οι εξόριστοι επιστρέφουν στα σπίτια τους. Ανάμεσά τους κι ο Τζίμι Γκράλτον, ο χαρισματικός ηγέτης της Αριστεράς, ο οποίος το 1920 είχε στήσει το «Pearse-Connolly Hall» (το όνομα ήταν φόρος τιμής στους αρχηγούς του Easter Rising, Πάτρικ Πιρς και Τζέιμς Κόνολι). Ο Γκράλτον είχε βάλει προσωπικά του χρήματα για την κατασκευή του, όμως το πολιτιστικό αυτό κέντρο άνηκε ολοκληρωτικά στην κοινότητα - τους κατοίκους που το έχτισαν από τα θεμέλια, τους πολίτες που το λειτουργούσαν. Το πρωί ήταν εκπαιδευτήριο (μαθήματα λογοτεχνίας, ποίησης, ζωγραφικής) και γυμναστήριο. Τα βράδια μεταμορφωνόταν σε αίθουσα χορού.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Κεν Λόουτς στο Flix
Επιστρέφοντας από την Νέα Υόρκη, μ' ένα γραμμόφωνο, και τζαζ & σουίνγκ βινύλια στις αποσκευές του, ο Γκράλτον το βρίσκει ερείπιο. Ο ίδιος δε θέλει πλέον μπλεξίματα με την εξουσία. Θέλει να αποσυρθεί στο πατρικό του, να φροντίσει την μάνα του που τον στερήθηκε, να καλλιεργήσει ξανά το χορταριασμένο χωράφι του πατέρα του. Μόνο που οι νέοι άνθρωποι και οι παλιοί του σύντροφοι έχουν άλλη γνώμη: τον πείθουν να το ανακαινίσουν και να λειτουργήσει ξανά. Η κοινότητα ενώνεται και πάλι κάτω από έναν νέο σκοπό. Ολοι βάζουν προσωπικό χρόνο, κόπο και όραμα. Αυτό όμως τρομάζει συθέμελα τους προύχοντες, ξεκινώντας από την Εκκλησία: επιστημονική γνώση, πολιτική σκέψη, χορός; Ποιος έχει το δικαίωμα να ξεσηκώνει το λαό σε τέτοιες επικίνδυνες συμπεριφορές; Πόσο θα μπορέσει να αντισταθεί ο Τζίμι (και το Jimmy's Hall όπως μετονομάστηκε) που τώρα τον εκδιώκουν ως «αντίχριστο»; Πόσο οι φίλοι, οι κάτοικοι, οι συναγωνιστές του, οι οποίοι πλέον δεν είναι αυτόνομοι νέοι - έχουν οικογένειες, μαγαζιά, χρέη, υποχρεώσεις; Αξίζει να παλέψει κανείς, να χάσει εκ νέου τα πάντα, για ... μία αίθουσα χορού;
Εχοντας όπως πάντα στο πλευρό του τον πιστό του σεναριογράφο Πολ Λάβερτι, ο Κεν Λόουτς επιστρέφει στην Ιρλανδία για να αφηγηθεί μία ιστορία που διαδραματίζεται αμέσως μετά το «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι». Να μας ξεναγήσει σε νέες μάχες που τώρα δεν συμβαίνουν ξεκάθαρα στο μέτωπο, ή στους δρόμους. Σε αγώνες που τους κάνεις στην καθημερινή σου ζωή, μέσα από τις πράξεις και τη στάση σου. Οταν αποφασίσεις να σταματήσεις να φοβάσαι όσους έχουν τη δύναμη και τον τρόπο να σε τρομάζουν, να σε εκβιάζουν, να σου στερούν το οξυγόνο.
«Ζούμε σε εποχές που αν ο καθένας κοιτά μόνο τον εαυτό του, θα αφανιστούμε» λέει ο Γκράλτον στη συγκεντρωμένη κοινότητα, όταν οι απειλές της Εκκλησίας και της ισχυρής άρχουσας τάξης πολιτικών και επιχειρηματιών έχουν λυγίσει το ηθικό των κατοίκων. Τα ονόματα όσων πηγαίνουν για χορό έχουν μεταδοθεί ως μια λίστα αναρχικών, μιασμένων, κομμουνιστών. Τους απειλούν με οικονομικό μποϊκοτάζ, με καθαίρεση, με απομόνωση, με νέα εξορία. «Πρέπει να πάρουμε τον έλεγχο της ζωής μας πίσω ξανά. Να δουλεύουμε σκληρά, ναι, αλλά όχι για να επιβιώνουμε μίζερα, σαν τα σκυλιά. Αλλά για να ζήσουμε! Για να γιορτάζουμε, να χορεύουμε και να τραγουδάμε ως ελεύθεροι άνθρωποι...»
Οπως και οι αδελφοί Νταρντέν λίγες εβδομάδες πριν με το «Δύο Μέρες, Μία Νύχτα», έτσι κι ο Κεν Λόουτς υφαίνει την απόλυτα απαραίτητη στις μέρες μας πολιτική ταινία. Μία ταινία που αναζητά να ξυπνήσει την ρημαγμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να αναστήσει την χαμένη συλλογική συνείδηση, να αναδομήσει (για τους ίδιους συμβολικούς λόγους που κι ο Γκράλτον ανακαινίζει το «Jimmy's Hall») την διαπροσωπική μας αλληλεγγύη, τον αφανισμένο μας κοινωνικό ιστό.
Παρακολουθούμε μία ταινία εποχής, για το ιστορικό παρελθόν μίας ξένης χώρας, με άλλες δομές και προβλήματα από τα δικά μας. Ομως, η ταινία δεν είναι καθόλου παλιά, ούτε η ιστορία της, δυστυχώς, ξεπερασμένη. Τα θέματα είναι το ίδιο κατεπείγοντα, οικεία, αναγνωρίσιμα. Ο τρόπος που η εξουσία επιβάλλεται σκορπώντας φόβο και αφορισμούς («Ή τον Χριστό ή τον Γκράλτον» κυρήσσει από τον άμβωνα ο τοπικός ιερέας), δαιμονοποιώντας ως «λαϊκιστές», «κομμουνιστές», «εχθρούς της ειρήνης» όσους απειλούν την συντήρηση του καθεστώτος τους. Προσφέροντας εκβιαστικά τρόπους να σε σώσει από την καταστροφή που σου έχει επιβάλλει: «αν υποσχεθείς ότι δε θα ξαναχτίσεις το ''Jimmy's Hall'' μπορείς να μείνεις στο σπίτι σου, στα τελευταία χρόνια της μάνας σου, να ζήσεις μία ήσυχη ζωή...»
«Μήπως φταίω εγώ;» αναρωτιέται η φιλήσυχη, πρώην δασκάλα, μητέρα του Τζίμι. «Μήπως φταίω που όταν ήταν μικρός του έδωσα βιβλία να διαβάσει; Που τον έμαθα να σκέφτεται και να μη φοβάται να λέει τη γνώμη του; Σήμερα που τον καταδικάζετε ξανά για τις ιδέες του, μήπως πρέπει κι εγώ να απολογηθώ; Αυτές τις εποχές, νιώθω ότι δε χάνω μόνο για πάντα το γιο μου. Αλλά κάτι πολύ περισσότερο...»
Η καριέρα των Λόουτς-Λάβερτι ήταν πάντα συνεπής στην αριστερή πολιτική σκέψη, σε έναν λόγο που πάλλεται και αντιστέκεται και βροντοφωνάζει. Είναι το «Jimmy's Hall» μία από τις καλύτερες ταινίες της φιλμογραφίας τους; Πιθανόν όχι. Ομως, παρόλο που δεν λέει κάτι πρωτότυπο ή καινούργιο, καταφέρνει κάτι πολύ σημαντικό για το σήμερα: όσο η βοή της υπερπληροφορίας των media έχει θολώσει το τοπίο και έχει μεταλλάξει, απαξιώσει, ευτελίσσει τη σοσιαλιστική σκέψη και τη λαϊκή αξιοπρέπεια σε "λαϊκίστικη" προσβολή, ο Λόουτς επαναπροσδιορίζει το πολιτικό πλαίσιο με ψυχραιμία, ευαισθησία, ψυχή κι ακλόνητη λογική.
«Κι εγώ Πιστεύω» δηλώνει σε μία νηφάλια αντιπαράθεση με τον ιερέα, ο Γκράλτον. «Πιστεύω σε μένα, στο γείτονά μου, στο φίλο μου, στον συναγωνιστή μου. Γιατί σας τρομάζει ένα πολιτιστικό κέντρο; Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να μιλάμε, να ακούμε, να μαθαίνουμε, να χορεύουμε και να γελάμε...»
Στην δημοσιογραφική προβολή της στις Κάννες, το «Oh Captain, my Captain» τέλος βρήκε τους συνήθως κυνικούς και βαριεστημένους κριτικούς, όχι απλά να χειροκροτούν, αλλά να μην σταματάνε. Και όσο οι σουίνγκ μουσικές των τίτλων τέλους συνεχίζονταν, τόσο τα χειροκροτήματα γινόντουσαν ρυθμικά παλαμάκια, ενθουσιώδεις κραυγές και συγκινημένο γέλιο. Τόσο ανάγκη έχουμε να βλέπουμε τις ρομαντικές ιδέες μίας συλλογικής κοινωνίας στην οθόνη; Τόσο έτοιμοι είμαστε να σηκωθούμε για τον πρώτο χορό; Που κρατάμε αυτή την μελωδία κρυμμένη στην καθημερινότητά μας, όπου διχασμένοι μοιάζει να μη συμφωνούμε σε τίποτα;
Ελπίζουμε να αγγίξει παρόμοια και το κοινό, αυτή η λυτρωτική μαγεία του σινεμά και η φιλόξενη ιδεολογική θαλπωρή ενός ανθρωπιστή σκηνοθέτη. Την έχουμε ανάγκη. Εχουμε ανάγκη να ανήκουμε κάπου - σε μία αίθουσα χορού, σε μία κινηματογραφική αίθουσα. Εστω...