Ο Κουεντίν Ντουπιέ έχει τις πιο τρελές ιδέες στο γαλλικό σινεμά.

Εχοντας διασχίσει ό,τι μπορεί να σκεφτείτε ότι χωράει ανάμεσα σε μια ταινία για μια ρόδα («Rubber» του 2010) και μια ταινία για μια μύγα (το «Mandibules» του 2020), φτάνει στην ταινία που ο τίτλος της περιγράφει καλύτερα από όλους το σινεμά του: «Απίστευτο κι όμως Αληθινό».

Απίστευτο κι όμως αληθινό είναι αυτό που ζουν ο Αλέν και η Μαρί, όταν στο σπίτι που θα αγοράσουν υπάρχει μια καταπακτή που όταν κατεβαίνεις (και κλείνεις την πόρτα από πάνω σου) βρίσκεσαι 12 ώρες μπροστά στο χρόνο και 3 μέρες νεότερος. Ο Αλέν δεν εντυπωσιάζεται, ωστόσο η Μαρί παθαίνει εμμονή με αυτό το πισωγύρισμα στο χρόνο που πιστεύει ότι θα της εξασφαλίσει μια νεότητα που όλο και περισσότερο νιώθει ότι χάνει. Την ίδια νεότητα αναζητά - στο πιο χοντροκομμένο - ο Ζεράρ, το αφεντικό του Αλέν, ο οποίος έχει μόλις τοποθετήσει ένα ηλεκτρονικό πέος made in China πράγμα που του τονώνει την αυτοπεποίθηση, δεν τον σώζει όμως και από ατυχήματα που απαιτούν παρέμβαση ειδικών.

Ανάμεσα στις δύο αυτές παραδοξότητες (ποια είναι «μεγαλύτερη» και πιο «αστεία» αποφασίζει ο θεατής), ο Ντουπιέ χορογραφεί (την ίδια στιγμή που σκηνοθετεί, γράφει, φωτίζει και μοντάρει ως άλλος άνθρωπος ορχήστρα) τους υπέροχους Αλέν Σαμπά και Λεά Ντρουκέρ - με έξτρα πόντους αναπάντεχου κωμικού timing από τον Μπενουά Μαζιμέλ - σε ένα ανέκδοτο που είναι σε στιγμές διασεδαστικό, σε στιγμές μελαγχολικό, σε στιγμές αναπάντεχα «σοφό» και σε άλλες αναπάντεχα ξεκαρδιστικό, ένα ανέκδοτο όμως που δεν γίνεται ποτέ κάτι περισσότερο από την κεντρική του ιδέα.

Σε μια ακατανόητη απόφαση που ορίζει σχεδόν όλη τη φιλμογραφία του Ντουπιέ, η ταινία ολοκληρώνεται μάλλον βεβιασμένα με ένα μονταζιακό φινάλε ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να ξεκινήσει, χάνοντας μια μεγάλη ευκαιρία να γίνει όχι μόνο η πιο συναισθηματική του αλλά και ένα απόλυτα λειτουργικό σουρεαλιστικό δοκίμιο - και μια απολαυστική κωμωδία που τόσο μοιάζει αναγκαία, τελικά - πάνω στην αγωνία της νεότητας.

Τώρα το «Απίστευτο κι όμως Αληθινό» μένει μόνο στην απλότητα των ιδεών του και στο ταλέντο ενός σκηνοθέτη που παρά τη φαινομενική τόλμη του, δεν τολμάει να βγει εκτός της ζώνης ασφαλείας του. Ούτε λόγος να κατέβει δηλαδή την καταπακτή ο ίδιος για να δει τι μένει αληθινό τελικά από το κάθε φορά απίστευτο.