Ανεξάρτητα από την τελική ποιότητα της ταινίας και πέρα από τα δυνατά και τα όποια αδύναμα σημεία του φιλμ, αναπόφευκτα το «I Don’t Feel at Home in this World Anymore» έχει ήδη καταγραφεί στην ιστορία ως το πρώτο φιλμ που κατακτά το μεγαλύτερο βραβείο σε ένα από τα κυριότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του πλανήτη (και μάλλον το σημαντικότερο στην Αμερική, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία του φεστιβάλ του Sundance στο να ανακαλύπτει και να προβάλλει νέες σκηνοθετικές φωνές) έχοντας εξασφαλίσει την ίδια στιγμή παγκόσμια διανομή από το Netflix, την ισχυρότερη αυτή τη στιγμή πλατφόρμα streaming υπηρεσιών, προσπερνώντας κάθε παραδοσιακή μέθοδο διανομής.
Ξεπερνώντας βέβαια αυτή την παράμετρο, η οποία που ουσιαστικά δεν έχει να κάνει με την ίδια την ταινία, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μέικον Μπλερ, του ηθοποιού που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό για την τελική αποτελεσματικότητα του «Τα Ερείπια είναι Πάντα Θλιμμένα» του Τζέρεμι Σολνιέ, δεν ανακαλύπτει τον τροχό αλλά δείχνει να βολεύεται στην αφηγηματική γλώσσα που ανά τα χρόνια έχει καλλιεργήσει το φεστιβάλ του Sundance, εκείνη που συνδυάζει το χιούμορ με το σκοτεινό υπόβαθρο, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα την ποπ κουλτούρα και επιμένοντας στις ανθρώπινες σχέσεις.
Αυτό από μόνο του δε θα ήταν φυσικά κακό αν ο Μπλερ κατάφερνε μέσα από αυτή την αφηγηματική προσέγγιση να προσδώσει όλη την ένταση και την ισχύ που κρύβει εγγενώς η ιστορία του. Αυτό που προκύπτει όμως τελικά είναι μια ταινία που έχει αναμφισβήτητα δυνατές εκλάμψεις δημιουργίας αλλά που δεν μπορεί να κάνει διακριτό το δικό της όραμα, μέσα από τους κανόνες που ευλαβικά δείχνει να θέλει να ακολουθήσει.
Η Ρουθ της ταινίας (με την χαρακτηριστική φιγούρα της Μέλανι Λίνσκι να δίνει ζωή σε κάθε παραξενιά και ιδιαιτερότητα της καθημερινής ζωής της) είναι μια γυναίκα που πάντα καταπίεζε τον εαυτό της, είτε αυτό αφορούσε τα προσωπικά της θέλω είτε τις συχνές μικρές αδικίες της καθημερινότητας. Όταν όμως μια μέρα το σπίτι της λεηλατείται και αρκετά προσωπικά της αντικείμενα γίνονται αντικείμενο ληστείας, η Ρουθ θα ξεκινήσει με την βοήθεια του εξίσου αντικοινωνικού και «περίεργου» γείτονά της μια διαδρομή αναζήτησης και ουσιαστικής επανάστασης που θα την φέρει αντιμέτωπη με μια σπείρα επικίνδυνων εγκληματιών και, ακόμη χειρότερα, τον ίδιο της τον εαυτό.
Αυτή η αναζήτηση θα δώσει τόσο στην Λίνσκι όσο και στον Μπλερ την ευκαιρία να δημιουργήσουν έναν χαρακτήρα που είναι τόσο συμπαθής όσο και εκνευριστικός, γεμάτος ατέλειες αλλά και μια συναισθηματική πυξίδα που είναι δύσκολη να αγνοηθεί. Κατά κάποιον τρόπο, η Ρουθ της Λίνσκι δεν είναι πολύ διαφορετική από τον Ντουάιτ που υποδύθηκε ο Μπλερ στο «Τα Ερείπια είναι Πάντα Θλιμμένα», όντας και οι δύο χαρακτήρες που αποφασίζουν να ξεκινήσουν τη δική τους πορεία εκδίκησης, ξεπερνώντας τα όρια που μέχρι τότε είχαν θέσει για τους εαυτούς τους. Για την ακρίβεια, ολόκληρη η αφηγηματική γραμμή του «I Don’t Feel at Home in this World Anymore» δείχνει να ακολουθεί τα στάδια που ακολούθησε και το φιλμ του Σολνιέ, αντικαθιστώντας σταδιακά κάθε χιουμοριστικό στοιχείο με όλο και πιο σκούρες αποχρώσεις μέχρι να οδηγηθεί στο τελευταίο τρίτο της ταινίας που είναι αιματηρό, βίαιο, πρόθυμο να βουτήξει σε βαθιά νερά και, τελικά, το ισχυρότερο κομμάτι της ταινίας.
Η Λίνσκι αποδεικνύεται εξαιρετικός σύμμαχος του Μπλερ σε αυτή την πορεία, παρουσιάζοντας σταδιακά όλους τους λόγους που θεωρείται μέχρι σήμερα, αρκετά χρόνια μετά το ουσιαστικό ντεμπούτο της στα «Ουράνια Πλάσματα» του Πίτερ Τζάκσον, μία από τις πιο άδικα παραγνωρισμένες ηθοποιούς της γενιάς της. Η Ρουθ της είναι και αστεία και αποφασισμένη και επικίνδυνη και τελείως άσχετη με τον κόσμο και όσα συμβαίνουν γύρω της και η Λίνσκι αποτυπώνει με ακρίβεια κάθε στοιχείο του χαρακτήρα της κάνοντας την Ρουθ δική της αλλά και «δική μας».
Όμως τελικά ο ίδιος ο Μπλερ αποτρέπει το «I don’t feel at home in this world anymore» από το να γίνει ουσιαστικά ένα αξιομνημόνευτο ντεμπούτο. Η ματιά του έχει πάθος αλλά δεν έχει ουσιαστική ταυτότητα. Το χιούμορ του προκαλεί κάποιες στιγμές το ειρωνικό μειδίαμα που απαιτείται αλλά τις περισσότερες φορές μοιάζει καταναγκαστικό και δείχνει να αντηχεί περιπτώσεις από το παρελθόν, όπου σαφώς λειτουργούσε καλύτερα. Ο Τόνι του Ελάιτζα Γουντ περισσότερο προκαλεί τον εκνευρισμό παρά την συμπάθεια που υπόγεια κερδίζει η Ρουθ, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να αναδειχθεί ως κάτι περισσότερο από μια αφηγηματική καρικατούρα. Η φωτογραφία του Λάρκιν Σάιπλ που έκανε θαύματα στο «Swiss Army Man» κάνει κι εδώ ό,τι καλύτερο μπορεί, όμως απλά η εικονογραφία του Μπλερ δεν είναι εξαρχής τόσο έντονη ή χαρακτηριστική για να μπορέσει κατάλληλα να αναδειχθεί.
Παρόλα αυτά, υπάρχει μια οικειότητα στον τρόπο που ο Μπλερ αφηγείται την ιστορία του και αυτό κάνει το «I don’t feel at home in this world anymore» μια ταινία που παρακολουθείται ευχάριστα, έστω για όσο διαρκεί. Αυτό όμως που επιβιώνει μετά το τέλος της ταινίας είναι μόνο η ματιά της Λίνσκι και οι υποσχέσεις που δίνει ο Μπλερ για το μέλλον, τότε που θα έχει ισορροπήσει ανάμεσα στις καλλιτεχνικές επιρροές του και την δική του προσωπική αφηγηματική προσέγγιση.
[H ταινία προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους]