Αν η «Εβδομη Σφραγίδα» είναι μια… παρτίδα (μην γελιέστε!) με τον Σατανά, η «Πηγή των Παρθένων» είναι μια αναμέτρηση με τον ίδιο τον Θεό.
Στην ίσως πιο συγκλονιστική σκηνή της ταινίας (που δεν είναι ούτε αυτή που σόκαρε την Αμερική με αποτέλεσμα να λογοκριθεί, ούτε εκείνη του εξαγνισμού, ούτε καν εκείνη προς το τέλος που ολοκληρώνει τον αποτρόπαιο κύκλο της βίας) ο Τόρε - Μαξ φόν Σίντοφ, αφού έχει αγγίξει για λίγο το κρύο σώμα της νεκρής βιασμένης κόρης του, θα στραφεί προς τον Θεό και θα τον ρωτήσει: «Το είδες; Το είδες, Θεέ μου; Το θάνατο ενός αθώου παιδιού και την εκδίκηση μου; Και το επέτρεψες να γίνει. Δεν το καταλαβαίνω;»
Βρισκόμαστε στο 1961. Και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν δεν καταλαβαίνει. Οχι μόνο τις βούλες του Διαβόλου και (σίγουρα) αυτές του Θεού, αλλά κι έναν κόσμο που γίνεται ξαφνικά πολύπλοκος, που παραδίδει σώμα και πνεύμα στην πρόοδο και που αγνοεί παραδειγματικά τα τραύματα του, συνεχίζοντας να υποδύεται ρόλους χωρίς πρόβα, σαν όλα να είναι ένας ξαφνικός αυτοσχεδιασμός μπροστά στη σεναριακή ειρωνία της ζωής.
Αυτό είναι η «Πηγή των Παρθένων».
Η τελευταία παραβολή πριν το «Χειμωνιάτικο Φως» και τη «Σιωπή» - αυτή η τελευταία εντός κι εκτός των εισαγωγικών. Το τελευταίο παραμύθι ενός κόσμου που δεν έχει καμία ελπίδα να επιβιώσει, που θα τιμωρείται αέναα σε έναν σαδιστικό κύκλο εγκλήματος και τιμωρίας, χωρίς όμως κανόνες παρά μόνο αυτούς που ορίζει ο άνθρωπος όταν έχει χάσει κάθε πίστη σε οτιδήποτε. Η αθωότητα σέρνεται μπροστά στα απομεινάρια της λογικής - σε απονενοημένο repeat κτηνωδίας και - έτσι αυτοσχέδια, με την ορμή του ζώου και των νόμων που επιβάλλει η εξιλέωση, ο κόσμος γράφει τα τελευταία του κεφάλαια πριν η μοντέρνα του εκδοχή κυριαρχήσει οριστικά και αμετάκλητα στο διηνεκές.
Επιστρέφοντας για τελευταία φορά στο Μεσαίωνα - ακριβώς στο σημείο που η Σουηδία άρχισε να εγκαταλείπει τον παγανισμό, γοητευμένη από τη «σεμνότητα» του Χριστιανισμού, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν εμπιστεύεται για πρώτη και τελευταία φορά ένα όχι δικό του σενάριο και με πρώτη ύλη ένα μύθο, σκηνοθετεί μια ιστορία που γραμμένη από γυναίκα, μοιάζει σήμερα με μια κραυγή διαχρονικής αγωνίας για την τύχη των γυναικών ανά τους αιώνες. Μοιάζει και με κραυγή για τη βία που γεννάει βία και για τον πολιτισμό που στην πρωτογενή εκδοχή του εμποδίζει τους ανθρώπους να γίνουν κτήνη… Και για την πατριαρχία που συνεχίζει να ορίζει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξουσία και την επιβολή… Αλλά ο Μπέργκμαν θα αφηγηθεί μια ιστορία που δεν νιώθεις να κουβαλάει πάνω της κανένα «νόημα» ή κοινωνικό-ιδεολογικό «βαρίδι». Ελαφριά σαν ένα αφήγημα που διατρέχει τους αιώνες, θα βαρύνει μόνο τη στιγμή που ο μύθος θα γίνει ωμή πραγματικότητα.
Η ιστορία - γραμμένη από την Ούλα Ιζακσον - διαδραματίζεται στην μεσαιωνική Σουηδία, στο σπίτι ενός αφοσιωμένου Χριστιανού που θα στείλει την παρθένα - σύμφωνα με το έθιμο - κόρη του να μεταφέρει τα κεριά στην εκκλησία της περιοχής. Η Κάριν, μια αθώα, ανέμελη και πρόσχαρη με όλους κοπέλα θα πάρει μαζί της την Ινγκερι, την έγκυο ψυχοκόρη της οικογένειας που έχει αρχίσει να πιστεύει στον παγανισμό και μαζί θα ξεκινήσουν για να εκπληρώσουν την θεάρεστη αποστολή τους. Στη διαδρομή, η Ινγκερι που τη ζηλεύει για την αθωότητά, την ομορφιά και την αγάπη που της έχουν οι γονείς της, θα την εγκαταλείψει. Αργότερα θα το μετανιώσει και τρέξει να τη βρει, για να γίνει μάρτυρας του βιασμού της από δύο άντρες που έχουν μαζί τους ένα παιδί. Όταν αργότερα οι τρεις τους θα βρεθούν στο σπίτι των γονιών της Κάριν χωρίς να ξέρουν που βρίσκονται, η μοίρα θα τους περιμένει για να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα.
Από τα πιο αρχετυπικά revenge movies στην ιστορία του σινεμά - έμπνευση και πρώτη ύλη για το επίσης αριστουργηματικό «Last House on the Left» του Γουές Κρέιβεν - η «Πήγη την Παρθένων», που φέρει μέσα της όλον τον Κουροσάουα σε πρωτοφανές χωνεμένο hommage στο «Ρασομόν» και όχι μόνο, δεν σοκάρει για τη σκηνή του βιασμου - που, ναι, ακόμη και σήμερα μοιάζει με υπόδειγμα ρεαλιστικής απεικόνισης μιας αποτρόπαιας πράξης - ούτε για την άλλη ακόμη πιο φρικτή σκηνή με το μικρό παιδί - αλλά για το γεγονός ότι λεπτό με το λεπτό μοιάζει να απεκδύεται κάθε στοιχείο την τοποθετεί στο παρελθόν για να μιλήσει με ανατριχιαστικό τρόπο για το παρόν.
Με λιτότητα που αναδεικνύει - εδώ στην πρώτη τους μαγευτική και πρόβα για μια σειρά έργων τέχνης που θα ακολουθούσαν - η νατουραλιστική φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν μοιάζει, ίσως και χωρίς να το ξέρει, με τον Θεό που αναζητά ο Τόρε στην σκηνή που αναφέραμε στην αρχή.
Σκηνοθέτης - Θεός - Πατέρας - Εκδικήτης, ο Μπέργκμαν βλέπει τα πάντα, μπαινοβγαίνει από φεγγίτες, γίνεται ατμός μέσα σε κατσαρόλες και βατράχι μέσα στο ψωμί, είναι άντρας γυμνός λίγο πριν γίνει κτήνος, γυναίκα έτοιμη να παραδώσει ψυχή και σώμα στο διάβολο, άνθρωπος που θα διαπράξει την ύστατη εκδίκηση, είναι η αθωότητα η ίδια και το αιματηρό τέλος της, είναι ο εφιάλτης ενός παιδιού την ώρα που αυτό δεν θα έχει δεύτερη ευκαιρία στη ζωή επειδή μαζί με τους ενόχους πληρώνουν πάντα (ή και μόνο) οι αθώοι, είναι ο ίδιος που δεν καταλαβαίνει και δεν θα καταλάβει, είναι δηλαδή ο ίδιος ο Θεός ένας άνθρωπος που παραδίδει τα «όπλα» και αφήνεται στην (ανθρώπινη) μοίρα.
Είναι, τελικά, το σημείο που το σινεμά μπορεί να κοιτάξει επιτέλους «μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη» το είδωλο ενός κόσμου που αλλάζει. Πριν τον αποχαιρετήσει και υποδεχτεί την Ιστορία από την αρχή.