Αν ένα video game προσπάθησε να προσομοιώσει την αίσθηση της πραγματικής οδήγησης στις κονσόλες, σε συνδυασμό με την αδρεναλίνη των αγώνων ταχύτητας, αυτό δεν ήταν άλλο από το «Gran Turismo» της Polyphony Digital για το PlayStation. «The real driving simulator», όπως χαρακτηρίζεται το παιχνίδι, είναι μια θρυλική σειρά video games η οποία έχει φτάσει αισίως ως και το νούμερο 7 σε συνέχειες, και έχει λατρευτεί από τους games λάτρεις της ταχύτητας, κυρίως για την πληθώρα αυτοκινήτων που μπορούν να οδηγήσουν αλλά και το πόσο αληθοφανή δείχνουν όλα, όχι μόνο ως προς τον τρόπο που φαίνονται, αλλά και το πώς χειρίζονται από τους παίχτες.
Πώς αποφασίζει λοιπόν κάποιος να μεταφέρει στην οθόνη ένα τέτοιου είδους video game, όταν με το ζόρι υπάρχει, ή μάλλον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καθόλου, κάποιου είδους ιστορία η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό σενάριο; Η απάντηση μπορεί να μην είναι και τόσο εμφανής, μιας και κάποιος χρειάζεται να κοιτάξει λίγο παραπέρα από το τι έχει να προσφέρει το συγκεκριμένο video game.
Στο άκουσμα και μόνο ότι την ταινία αυτή την σκηνοθέτησε ο Νιλ Μπλόμκαμπ είναι κάτι από μόνο του συναρπαστικό. Κι αυτό γιατί σηματοδοτεί τη μεγάλη επιστροφή του Μπλόμκαμπ εδώ και οχτώ χρόνια μετά το «Chappie» (ας ξεχάσουμε καλύτερα τελείως το ανεκδιήγητο «Demonic» δυο χρόνια πριν), το οποίο, μαζί με τις δυο προηγούμενες ταινίες («Elysium» και «District 9»), τον επικύρωσε ως έναν πραγματικό οραματιστή σκηνοθέτη της γενιάς τους, στα χνάρια του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Και με το «Gran Turismo» ο Νοτιοαφρικάνος Μπλόμκαμπ έρχεται φορτσάτος για να επισφραγίσει όλα αυτά, αλλά και να αποδείξει πως, ναι, το έχει ακόμα στο να μπορεί να δημιουργεί ένα αρκετά διασκεδαστικό, και σε στιγμές πραγματικά συναρπαστικό και καλοδουλεμένο, blockbuster το οποίο, αν και κάπως ασφαλές μέσα στην δραματουργία του, δεν παύει ούτε λεπτό να σέβεται το κοινό του και, κυρίως, το ίδιο το genre που εκπροσωπεί.
Και εδώ η ταινία «Gran Turismo», έχοντας πάντα ως επίκεντρο το video game, αποφασίζει να βασιστεί πάνω στα πραγματικά γεγονότα - την ιστορία ενός παράτολμου εφηβικού ονείρου του Γιάν Μάρντενμποροου να γίνει ο καλύτερος οδηγός στον κόσμο, που έγινε πραγματικότητα. Εξάλλου ο Μπλόμκαμπ από πάντα ήταν ένας σκηνοθέτης ο οποίος, κάτω από το φαντεζί περιτύλιγμα ενός απενοχοποιητικού blockbuster, δείχνει να γοητεύεται από τα «όνειρα» εκείνα των ηρώων που δίνουν τροφή στις ταινίες του και τις κάνουν να απογειωθούν σε ένα παράτολμο ταξίδι προς την πραγματοποίησή τους.
Κάτι που δεν φαίνεται να αλλάζει κι εδώ μιας και οι δεξιότητες του Μάρντενμποροου του εξασφάλισαν τη νίκη σε μια σειρά από διαγωνισμούς της Nissan και κατάφεραν να τον κάνουν έναν πραγματικό επαγγελματία οδηγό αγώνων. Μαζί του ένας πρώην οδηγός αγώνων και ένας ιδεαλιστής παράγοντας του μηχανοκίνητου αθλητισμού, θα ρισκάρουν τα πάντα για να τον βοηθήσουν να διακριθεί στο πιο επίλεκτο άθλημα στον κόσμο.
Ο Μπλόμκαμπ καταφέρνει να συνδυάσει το αχαλίνωτο εκείνο πάθος των αθλητικών ταινιών, τις διασκεδαστικές λεπτομέρειες, τις αναφορές και τα easter eggs των ταινιών οι οποίες βασίζονται σε κάποιο video game, αλλά και όλη αυτή τη φιλοδοξία και την πίστη που διακατέχει τις βιογραφικές ταινίες, για να δημιουργήσει κάτι το πραγματικά ξεχωριστό. Για όλο το πρώτο μέρος κινηματογραφεί το «Gran Turismo» ως ένα video game, ενσωματώνοντας παράλληλα ορισμένα γραφικά του παιχνιδιού στην ταινία, δημιουργώντας μια εμπειρία ενός «racing game» στην πραγματική ζωή, διηγώντας έτσι την πορεία του Μάρντενμποροου από gamer σε πραγματικό πιλότο διθέσιου αγωνιστικού.
Αλλά εκεί που διαπρέπει ο Μπλόμκαμπ και φέρνει το δικό του απαράμιλλο στυλ στην ταινία είναι από το δεύτερο μέρος και μετά, όταν σε βάζει μέσα σε μερικές από τις πιο εμβληματικές πίστες αγώνων οδήγησης στον κόσμο (από το Red Bull Ring στην Αυστρία και το Autodrome στο Ντουμπάι, μέχρι το Nürburgring της Γερμανίας αλλά και την καλύτερη πίστα στον κόσμο, το Le Mans της Γαλλίας και το 24ωρο αγώνα ταχύτητάς του) χρησιμοποιώντας κάμερα στο χέρι για να δημιουργήσει μια οικειότητα αλλά και ταυτόχρονα για να παρουσιάσει τον σκληρό και επικίνδυνο αυτό άθλημα, φέρνοντας σε πιο κοντά στους χαρακτήρες και στην ίδια τη δράση.
Αν κάτι κρατά πίσω την ταινία, για να γίνει κάτι το πραγματικά ξεχωριστό, είναι το αρκετά σχηματικό και προβλέψιμο σενάριό της. Εχοντας ως βάση την ιστορία του αουτσάιντερ ο οποίος ξεπερνά κάθε προσδοκία για να φτάσει, μέσα από αντίξοες συνθήκες, και να εκπληρώσει τα όνειρά του πιστεύοντας πάνω από όλα ο ίδιος στον εαυτό του, ακόμα και όταν οι άλλοι δεν πιστεύουν σε αυτόν, το σενάριο εξαντλείται γρήγορα, με τις μεγάλες δραματικές σκηνές να εξανεμίζονται σε ουσία και τα κλισέ να οδηγούν αναπόφευκτα και ειρωνικά σε αυτόματο πιλότο μέχρι και την γραμμή του τερματισμού.
Ο Αρτσι Μαντέκβε, στον ρόλο του Γιαν, καταφέρνει να μεταδώσει το φλογερό πάθος για τους αγώνες ταχύτητας αλλά και την εύθραυστη προσωπικότητα του ως gamer με μια πραγματικά λεπτοδουλεμένη ερμηνεία, ενώ ο Ντέιβιντ Χάρμπουρ παίζει για άλλη μια φορά τον ρόλο της πατρικής φιγούρας και του μέντορα, κάτι που ξέρει να το κάνει πλέον αρκετά καλά και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Η χημεία μεταξύ τους είναι αυτή που τροφοδοτεί τη συναισθηματική μηχανή της ταινίας δίνοντάς της ένα ιδιαίτερο χάρισμα και μια γνήσια και συναρπαστική δυναμική.
Το «Gran Turismo» είναι μια είναι μια από αυτές τις ταιανίες η οποία εμφανίζεται από το πουθενά για να κερδίσει τις εντυπώσεις στον απαιτητικό αγώνα για το απόλυτο καλοκαιρινό blockbuster. Μπορεί να μην τερματίζει πρώτη, αλλά τουλάχιστον, όπως και ο ήρωας της, ρισκάρει και κερδίζει στα σημεία.