Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ του «The Room Next Door» δεν είναι ακριβώς ο Αλμοδόβαρ που ξέρουμε, και αυτό όχι μόνο επειδή για πρώτη φορά στην (μεγάλου μήκους) καριέρα του μιλάει αγγλικά. Ο δημιουργός του «The Room Next Door» είναι ένας Αλμοδόβαρ που δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις μελοδραματικές εξάρσεις αλλά για τις ουσιαστικές συνδιαλέξεις, που βυθίζεται υπό το βάρος του μέλλοντος και του αναπόφευκτου τέλους που πλησιάζει και που εστιάζει περισσότερο στην ουσιαστική έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης αντί για τον φλογερό μεν, πιο επιφανειακό δε παθιασμένο έρωτα που βίωσαν παλαιότερα οι πρωταγωνιστές του.
Ωστόσο, επειδή στην ψυχή του παραμένει ο Αλμοδόβαρ που γνωρίσαμε και τις περισσότερες φορές αγαπήσαμε, στο «The Room Next Door» εξακολουθεί να υφίσταται η σταθερά έντονη σχέση του δημιουργού με τις ισχυρές γυναικείες προσωπικότητες, ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός και σχολιασμός που κρύβεται πίσω από κάθε δακρύβρεχτη ιστορία του και φυσικά η ανυπέρβλητη εικαστική του ματιά, ικανή να συνδυάσει ακόμα και τα ρούχα μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας με το χρώμα του ανάκλιντρου που στηρίζει το σώμα της.
Ναι, το «The Room Next Door» είναι ξεκάθαρα μια ταινία ενός Πέδρο Αλμοδόβαρ που έχει ξεπεράσει τις αρχικές του αφηγηματικές ανησυχίες και που πλέον ψάχνει να βρει ερεθίσματα σε πιο υπαρξιακής φύσης διλήμματα και στην ίδια την ουσία της ζωής απέναντι στον θάνατο (όπως είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται στο - συναισθηματικά έστω - αυτοβιογραφικό «Πόνος και Δόξα»).
Βασισμένο στο βιβλίο της Σίγκριντ Νιούνεζ «What Are You Going Through», το φιλμ ξεκινά όταν η συγγραφέας Ινγκριντ της Τζουλιάν Μουρ ενημερώνεται ότι η παλιά της φίλη Μάρθα πάσχει από καρκίνο. Αυτό θα την οδηγήσει στο (εξαιρετικά καλαίσθητο) νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται η Μάρθα της Τίλντα Σουίντον, πρώην πολεμική ανταποκρίτρια, η οποία πλέον καλείται να παλέψει στον πιο μεγάλο πόλεμο της καριέρας της. Μόνο που η ίδια έχει πάρει την απόφαση να θέσει τέλος στην ζωή της με τους δικούς της όρους, με ένα χάπι αυτοκτονίας που βρήκε στο σκοτεινό διαδίκτυο, σε ένα σπίτι που η ίδια έχει επιλέξει και σε μια ημερομηνία που απλά θα φανεί στην ίδια ως η πιο κατάλληλη. Το μόνο που χρειάζεται από την Μάρθα είναι να βρίσκεται απλά στο δίπλα δωμάτιο.
Αυτή η πρόταση όπως είναι αναμενόμενο προκαλεί την αντίδραση της Ινγκριντ και δίνει το έναυσμα για την ουσιαστική καρδιά της αφήγησης, την ιδεολογική αντιπαράθεση των δύο ηρωίδων. Από την μία πλευρά, υπάρχει η προσέγγιση της Μάρθα, η οποία μιλάει για την αξιοπρέπεια πριν την φθορά, για τον έλεγχο της πορείας της ζωής και για την επιθυμία ενός τέλους που περιέχει την έννοια της επιλογής. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει η Μάρθα που κυριολεκτικά αναφέρει ότι «αρνείται να πιστέψει ότι κάτι ζωντανό πρέπει να πεθάνει», που παθαίνει πανικό ακόμα και μπροστά στην έννοια του θανάτου και που ταυτίζει την επιθυμία της φίλης της με εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας.
Αυτό το δίπολο αντικατοπτρίζεται και στις ερμηνείες των δύο ηθοποιών. Η Μάρθα της Τίλντα Σουίντον είναι ψύχραιμη, με λογικά επιχειρήματα, συγκροτημένη στην σκέψη της (όταν της το επιτρέπει τουλάχιστον η έντονη φαρμακευτική αγωγή) και με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, πρόθυμη να μην χάσει ούτε στο τέλος τον έλεγχο της ζωής της. Αντιθέτως, η Ινγκριντ της Τζουλιάν Μουρ κυριεύεται από το συναίσθημα, τον φόβο και την φόρτιση της κάθε στιγμής, προσπαθεί να μεταπείσει την φίλη της και ψάχνει η ίδια να βρει στήριγμα σε αυτή την δύσκολη στιγμή. Κατά κάποιον τρόπο, ανάμεσα στις δύο, η Μάρθα εκφράζει την θέση της ταινίας και η Μάρθα αντικατοπτρίζει την ματιά του κοινού που βρίσκεται αντιμέτωπο ακριβώς με αυτή την θέση.
Μόνο που ο Αλμοδόβαρ δεν θέλει να μετατρέψει την ταινία του σε μία ακόμα μελοδραματική αφήγηση συγκρούσεων και διαφωνιών. Η ψυχραιμία του είναι συνειδητή, η αποχή από συναισθηματικές εξάρσεις απολύτως σκόπιμη και η πρόθεσή του να αποτελέσει την αρχή μιας εκτενούς συζήτησης περισσότερο από προφανής. Αυτό μπορεί να στερεί από την ταινία τελικά την θέρμη της (όσο κι αν η ερμηνεία της Τζουλιάν Μουρ ξεχειλίζει από υπόγειες συναισθηματικές εξάρσεις) και να οδηγεί σε μια περισσότερο υπολογισμένη παρά οργανική αναμέτρηση, όμως είναι άξια λόγου η απόπειρα του Αλμοδόβαρ να επαναπροσδιορίσει το σινεμά του, έστω και σε αυτή την φάση της καριέρας του, αφηγούμενος ιστορίες που εκφράζουν απολύτως το «τώρα» του.
Κι αν δημιουργούνται ενστάσεις τόσο για την κατά φορές εξαναγκασμενη εισαγωγή θεματικών στην αφήγηση (όπως για παράδειγμα προκύπτει από την αλληλεπίδραση της Ινγκριντ της Τζουλιάν Μουρ με τον γυμναστή της) όσο και έναν διπλό ρόλο που αποκαλύπτεται λίγο πριν το τέλος και αναμένεται να διχάσει, η ουσία παραμένει πως ο Πέδρο Αλμοδόβαρ εξακολουθεί να προβληματίζει και να προβληματίζεται, ισορροπώντας ανάμεσα στην ανάγκη του να αντιμετωπίσει (και) το δικό του μέλλον και να αφουγκραστεί την πορεία του σύγχρονου κόσμου.
Και μάλιστα, όπως πάντα, με μια εξαιρετική σκηνογραφική αποτύπωση και μια πλούσια και φροντισμένη χρωματική παλέτα γιατί κάποια πράγματα οφείλουν να παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου.