Ο Δημήτρης Κατσιμίρης φτάνει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, έχοντας προηγουμένως τολμήσει ήδη μεγάλα πράγματα με τις μικρού μήκους ταινίες του, με κεντρικές προβληματικές τη διαφορετικότητα απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται (μια τρανς που πηγαίνει στην κηδεία της μητέρας της στο «Μαμά Γύρισα» του 2017, ένας νεαρός με εγκεφαλική παράλυση που θα σταθεί στο ύψος ενός σούπερ ήρωα στα «Γενέθλια» του 2106) και την μετωπική της σύγκρουση με το περιβάλλον που φαινομενικά τη δέχεται αλλά στην πραγματικότητα δεν την ανέχεται.

Το «Με Αξιοπρέπεια» έρχεται σαν ανάπτυξη του μικρού μήκους «Γενέθλια», ανοίγοντας περισσότερο τον ορίζοντα όχι τόσο της κοινωνικής κριτικής όσο της αφόρητης υποκρισίας που ελλοχεύει μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος ή τελικά μιας κλειστοφοβικής κοινωνίας. Στα «Γενέθλια», ένας νεαρός θα έπεφτε θύμα της κοινωνικής περιθωριοποίησης και οικογενειακής κακοποίησης εξαιτίας της αρρώστιας του. Και όλα θα ξεκινούσαν με την επίσκεψη του θείου του την ημέρα των γενεθλίων του. Στο «Με Αξιοπρέπεια», στο κέντρο βρίσκεται ένας ηλικιωμένος πατέρας που βρίσκεται στην αρχή της άνοιας, την ημέρα των γενεθλίων του με τα τρία του παιδιά να συναντιούνται για να του ευχηθούν.

Αν υπάρχει κάτι που τρομάζει στο «Με Αξιοπρέπεια» δεν είναι το δύσκολο θέμα και η στα σημεία συνεπής σεναριακή του ανάπτυξη, αλλά το γεγονός ότι ο Κατσιμίρης κινηματογραφεί κάτι τόσο γνώριμο με έναν τέτοιο αφτιασίδωτο ρεαλισμό που υπάρχουν στιγμές που θέλεις να βρεις έξοδο κινδύνου από το μικροαστικό σαλόνι, κυρίως για να γλιτώσεις για τις δικές σου «ενοχές». Δεν έχει σημασία αν δεν έχεις βρεθεί ποτέ σε μια ανάλογη περίπτωση, αφού ο Κατσιμίρης θα καταφέρει (από το τίποτα - ή τελικά μετά από πολλή δουλειά και ταλέντο) να σε βάλει στη θέση και των τριών αδερφιών, καθώς προσπαθούν να «μοιράσουν» την ευθύνη της φροντίδας του ανεπιθύμητου πατέρα τους.

Οι σκέψεις τους, έτσι όπως εκτοξεύονται στον αέρα, πρώτα διακριτικά, κεκαλυμμένα, στη συνέχεια απροκάλυπτα, τελικά αληθινά, ξεσκεπάζουν ένα χάρτη μιας κοινωνίας που όχι μόνο δεν διαθέτει καμιά πυξίδα ανθρωπιάς αλλά πιστεύει πως πρέπει να χειροκροτηθεί και γι’ αυτό. Η τακτοποίηση ενός ανθρώπου γίνεται μια ακόμη τακτοποίηση ενός «θέματος», πριν επιστρέψουμε σπίτι, πάμε στους φίλους ή μετακομίσουμε στην εξοχή. Ο καθένας που προτείνει λύσεις γίνεται ο σωτήρας του επόμενου πεντάλεπτου, μέχρι τη θέση του να πάρει ο επόμενος με ακόμη μια στρώση από αποτρόπαια «αγάπη προς τον πλησίον».

Σίγουρος για τους ηθοποιούς του, αλλά κυρίως για τον τόνο με τον οποίο χτίζει την ένταση, τις ανατροπές (αν και λιγότερο) και το σασπένς, ο Κατσιμίρης αποστασιοποιείται από τη λογική του τελικά πιο ιμπρεσιονιστικού «Σπιρτοκούτου» για να δώσει τη δική του ρεαλιστική εκδοχή της κλειστοφοβικής (όχι μόνο λόγω των εσωτερικών χώρων) ατμόσφαιρας που κρύβεται και αναδύεται μέσα στις σημερινές οικογένειες. Σε μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στο κλισέ, το γκροτέσκο, το διδακτικό και το αφελές, καταφέρνει με μικρά στραβοπατήματα να ισορροπήσει και να αποδώσει την πρόθεση του για μια μικρή ταινία με αντίκτυπο, φτιαγμένη με φτηνά μέσα και αχρείαστο, σε άλλο τόνο αισιόδοξο ή απαισιόδοξο (;) φινάλε, αλλά πληρωμένη υπόσχεση σκηνοθετικής πυγμής και ωρίμανσης με θεμέλια για το μέλλον.