Κάποιοι ίσως θεωρήσουν κάπως ειρωνικό ότι ο Νικ Κασσαβέτης, ο σκηνοθέτης του «The Notebook», μιας από τις πιο αγαπημένες ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών, αποφασίζει να κάνει μια αρκετά βίαιη ταινία στην οποία γυναίκες εκμεταλλεύονται, γρονθοκοπούνται άγρια και σκοτώνονται. Ας το θεωρήσουμε ως τη προσπάθεια του Κασσαβέτη να ξεφύγει από το στίγμα των ρομαντικών και πιο ανάλαφρων ταινιών, που μας έχει συνηθίσει, και να ασχοληθεί με κάτι το πιο ακραία βίαιο και σκοτεινό.
Κρίμα που με τη νέα του ταινία «Ο Θεός Είναι Μια Σφαίρα» δεν καταφέρνει να πετύχει τίποτα από όλα αυτά.
Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία του ντετέκτιβ Μπομπ Χάιταουερ (τον υποδύεται ο Νικολάι Κόστερ – Βαλντάου), ύστερα από τη δολοφονία της πρώην συζύγου του και την απαγωγή της κόρης του από μια Σατανιστική Αίρεση. Εξαγριωμένος από την ατελέσφορη αστυνομική έρευνα, ο ντετέκτιβ παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, διεισδύοντας στην αίρεση με τη βοήθεια της Κέιζ Χάρντιν (την υποδύεται η Μάικα Μονρό), της μόνης γυναίκας που ξέφυγε από αυτήν. Μαζί ξεκινούν ένα αιματηρό κυνήγι ενάντια στον αρχηγό της αίρεσης με στόχο τη σωτηρία της κόρης του και την εξιλέωση της Κέιζ.
Πατώντας πάνω στο ομότιτλο βιβλίο του Μπόστον Τέραν αλλά και σε πραγματικά γεγονότα, ο Κασσαβέτης, από την πρώτη στιγμή, ξεκαθαρίζει ότι δεν προτίθεται να το παίξει διακριτικός για το τι ακριβώς σκοπεύει να είναι η ταινία του. Θέλοντας να κάνει μια ταινία εκδίκησης, θυμίζοντας αρκετά κάποιες από εκείνες τις ταινίες του είδους των 80s, αφήνεται ολότελα και απόλυτα στην υπερβολική βία, το αίμα και στην σκοτεινή ατμόσφαιρά της. Εξαλλου από την πρώτη σκηνή της ταινίας, με την δολοφονία της οικογένεια και την απαγωγή της κόρης του Κόστερ – Βαλντάου από τους σατανιστές, ο Κασσαβέτης θέλει να βάλει το κοινό του μέσα σε αυτό τον αποκρουστικό και βίαιο κόσμο της, με έναν τρόπο που μοιάζει σαν να σε χτυπά κάποιος με ένα ρόπαλο στο κεφάλι και αυτό να συνεχίζεται σε όλη την διάρκειά της, χωρίς σταματημό, όσο κι αν εσύ εκλιπαρείς για έλεος.
Κάπου μέσα στο σενάριο υπάρχει μια ενδιαφέρουσα παράμετρος για το ρόλο της θρησκείας και της πίστης μέσα σε έναν βίαιο κόσμο. Αλλά όλο αυτό χάνεται ελέω του gore και της εικόνας που για τον Κασσαβέτη φαίνεται πως έχει περισσότερη σημασία παρά το ίδιο το σενάριο. Ετσι επικεντρώνεται στο πως θα παρουσιάσει όλη αυτή την βία, την ένταση και τη μακάβρια ατμόσφαιρα στην ταινία του, με το να δείχνει συνεχώς σατανιστικά σύμβολα, να γεμίζει τα σώματα των κακών με τατουάζ (γιατί έτσι μάλλον είναι οι σατανιστές) σε συνδυασμό με πληθωρικά βίαιες σκηνές, παρά στο πως θα προσπαθήσει να το μεταφέρει με ένα τρόπο ο οποίος θα σου κινήσει το ενδιαφέρον για την ιστορία και τους χαρακτήρες της.
Ετσι το σενάριο αναπόφευκτα προδίδει τους, αρκετά σχηματικούς, χαρακτήρες του από την αρχή, ενώ συνεχώς παίζει με διάφορα κινηματογραφικά είδη χωρίς να παίρνει ποτέ μια απόφαση για το τι θέλει να είναι – ένα road trip, μια ταινία εκδίκησης, ένα αστυνομικό θρίλερ ή μια ταινία τρόμου; Ακόμα και όταν στο φινάλε ο Κασσαβέτης προσπαθεί να δώσει μια οπερατική εξιλέωση στην ιστορία του, αποτυγχάνει παταγωδώς να δημιουργήσει αυτή την επιβλητική τελική αναμέτρηση που αναμένει κάποιος και αντ’ αυτού πέφτει στην παγίδα του υπερβολικού στυλιζαρίσματος ντυμένου με την αρμόζουσα μουσική από τον Μότσαρτ.
Αν θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα πόντο στην ταινία, αυτό θα ήταν για την εύθραυστη ερμηνεία της Μάικα Μονρό, αλλά και πάλι είναι κάτι που με το ζόρι μπορεί να κάνει κάποιον να αντέξει μια τέτοιου είδους ταινία για τις 2μιση ώρες που κρατάει.