Η τρεις φορές βραβευμένη με Οσκαρ Μέριλ Στριπ ενσαρκώνει τη Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, μια τουλάχιστον κακόφωνη, καλτ τραγουδίστρια όπερας που «μεσουράνησε» στη Νέα Υόρκη τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Η ξεκαρδιστική, αλλά και συγκινητική αυτή ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Η κοσμική Νεοϋορκέζα Μαντάμ Φλόρενς πιστεύει πως είναι το αηδόνι της όπερας ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς φάλτσα. Ο σύζυγος και ατζέντης της, Σεντ Κλερ Μπέιφιλντ, ένας Αγγλος αριστοκράτης και αποτυχημένος ηθοποιός, συντηρεί αυτή της την ψευδαίσθηση. Οταν η Φλόρενς αποφασίζει να δώσει κονσέρτο στο θρυλικό Κάρνεγκι Χολ το 1944, ο Σεντ Κλερ ξέρει ότι καλείται να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του.
Μπορεί η ηρωίδα της να είναι μια γυναίκα με παντελή έλλειψη ταλέντου, αλλά η Μέριλ Στριπ δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη ακόμη κι όταν τραγουδά με τρόπο επώδυνα φάλτσο. Το φιλμ του Στίβεν Φρίαρς δεν θα ήταν το ίδιο δίχως την πρωταγωνίστρια του, που για μια ακόμη φορά δείχνει ότι (ναι ακούγεται κλισέ, αλλά είναι αλήθεια) ότι μπορεί να παίξει τα πάντα και να προσθέσει ειδικό βάρος σε κάθε ρόλο.
Η ιστορία της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς μιας γυναίκας που έζησε με την ψευδαίσθηση πως κατείχε ένα σπάνιο ταλέντο στο τραγούδι, μια ψευδαίσθηση που οχυρώθηκε από την μεγάλη της περιουσία και τον προστατευτικό της σύζυγο, ανοίγεται βεβαίως σε μια σειρά από θεματικές που αγγίζουν μια τεράστια γκάμα. Από την τέχνη έως την ίδια την ζωή, από την σημασία που έχει η πρώτη για την δεύτερη κι από τις επιλογές μας για το πως τελικά επιλέγουμε να ζούμε.
Η ιστορία του, τρυφερή και άβολη, εν δυνάμει εξαιρετικά πικρή και θλιμμένη δείχνει τα αληθινά της χρώματα μόνο σε λίγες στιγμές κι ακόμη και τότε μάλλον διακριτικά, αφού ο Στίβεν Φρίαρς επιλέγει να κάνει μια ταινία για ένα το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, μια σχεδόν ξεκάθαρη κωμωδία με κάποιες μόνο πιο σοβαρές στιγμές.
Η αλήθεια είναι πως η ηρωίδα του, είχε σχεδόν την υφή μιας καρικατούρας, και είναι ευτύχημα πως μέσα από την ερμηνεία της Στριπ κατορθώνει να αποκτήσει περισσότερες διαστάσεις κι αποχρώσεις. Δίπλα της, σχεδόν ολόκληρο το καστ δανείζεται κάτι από την λάμψη της -και κάπως έτσι για παράδειγμα ο Χιου Γκραντ μας θυμίζει ότι μπορεί να είναι ακόμη καλός ηθοποιός-, αλλά οι ερμηνείες όσο καλές κι αν είναι δεν αρκούν να απογειώσουν την ταινία.
Και κάπως έτσι, η «Φλόρενς» μοιάζει λίγο με μια χαμένη ευκαιρία ένα φιλμ που θα μπορούσε να κινηθεί πέρα από τα εσκαμμένα μιας βιογραφίας ή μιας κωμωδίας και να αγγίξει άλλες πιο ενδιαφέρουσες, ουσιαστικές, βαθύτερες περιοχές. Δεν είναι άλλωστε ότι ο Φρίαρς δεν το έχει ξανακάνει, στη «Φιλομένα» ή στην «Βασίλισσα», όμως η «Φλόρενς» του ακόμη κι αν είναι διασκεδαστική, όπως και η ηρωίδα της, είναι επίσης, μια εφήμερη απόλαυση