Ήδη από τις πρώτες σκηνές, ο «Γρήγορος Τσάρλι» προδίδει πως η νουάρ ψυχή του θα είναι περισσότερο «μαύρη» απ΄όσο θα άντεχε και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του, ένα αστείο που επιμηκύνεται στη διάρκεια μιας μεγάλου μήκους ταινίας η οποία θέλει (και σε στιγμές καταφέρνει) να είναι ένα τρυφερό σχόλιο πάνω στο τέλος του gangster movie όπως το γνωρίζαμε, μια ωδή, μελαγχολίκη, αστεία και κυνική μαζί, για τη νομοτελειακή εξέλιξη μιας ζωής που όπως χαρακτηριστικά θα ειπωθεί νωρίς μέσα στο φιλμ δεν θρηνεί για το παρελθόν που έχασε αλλά για το μέλλον που προδιαγεγραμμένα δεν θα έχει.

Με νότια προφορά, ο πιο γοητευτικός από ποτέ Πιρς Μπρόσναν υποδύεται τον - πρόσφατα συχνό επισκέπτη στο σύγχρονο σινεμά - γκάνγκστερ που είναι έτοιμος να συνταξιοδοτηθεί, μέχρι που η ζωή, αλλά - τι κλισέ! - κυρίως το βρώμικο παρελθόν του τον επαναφέρει στη δράση, μοναδικό εκδικητή του αφανισμού όλης της πάλαι πότε κραταιάς συμμορίας του από τον τοπικό αντίπαλο. Μαζί με την αδερφή ενός άδοξου θύματος, ζευγάρι αταίριαστο μιας πειραγμένης - την λες και ταιριαστά «ταριχευμένης» - ρομαντικής κομεντί, θα συρθούν σε σειρά από εκτελέσεις προκειμένου να ανακαλύψουν αν αυτό είναι τελικά το τετελεσμένο μιας ζωής που χαραμίστηκε σε συμβόλαια θανάτου.

Και κάπως έτσι ο Φίλιπ Νόις, ικανός σκηνοθέτης μιας συγκεκριμένης κινηματογραφικής κοσμοθεωρίας και όμως μπερδεμένων genres (εδώ πιο κοντά στον «Ησυχο Αμερικάνο»), επιχειρεί την light εκδοχή μιας σκορσεζικής παρωδιάς, μπολιασμένης με ταραντινική υπερβολή και κοενικό σαρκασμό, για να παραδώσει τελικά μια ταινία που μετρίως πλέει σε νερά που σε παρασύρουν την ίδια στιγμή που ρέουν ερήμην σου.

Οι σκηνές της δράσης είναι σκηνοθετημένες με γκροτέσκα διάθεση, αλλά είναι οι σκηνές της μελαγχολικής ενδοσκόπησης στις οποίες ο Νόις δίνει στον Μπρόσναν ατάκες για memes που θα συγκέντρωναν καρδούλες από like αν πριν δεν έδιναν το στίγμα μιας πικρά τρυφερής ελεγείας πάνω στο φινάλε της μέσης ηλικίας.

Δεν είναι τόσο ο Τζέιμς Κάαν - στην τελευταία (και εκ των υστέρων συμβολική) ερμηνεία της καριέρας του - που δίνει το στίγμα μιας βαθιάς θλίψης για το τέλος των ηρωισμών, αλλά μια συνολική διάθεση για ανατροπή των δεδομένων. Στην πραγματικότητα, η σύγκρουση της παραίτησης κόντρα στη διάθεση να συνεχίσουν όλα να τρέχουν σε μια διακεκομμένη, όχι πολύ πετυχημένη, μονοδιάστατη παρά τις δυνατότητες της για κάτι απείρως πιο συναρπαστικό διαδρομή που κλείνει με μια γλυκιά διάθεση που ξεχνάς ήδη από τους τίτλους τέλους.