Ακόμα κι αν δεν έχεις ρίξει ούτε ένα από τα πολλά και περίπλοκα ζάρια του, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις τη διαφορά του wizard από τον sorcerer και του paladin από τον fighter, σίγουρα δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει, έστω και μια φορά, για ένα από τα πιο διάσημα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων στον κόσμο, το «Dungeons & Dragons» (ή απλά DnD για τους φίλους).
Αυτό που κάνει το DnD μοναδικό και τόσο αγαπητό ως παιχνίδι είναι πως κάθε περιπέτεια είναι διαφορετική, κάθε χαρακτήρας που παίζεις γίνεται αναπόσπαστο μέρος της καρδιάς σου, την ίδια στιγμή που δημιουργείς παράλληλα έναν άθραυστο δεσμό με τους συμπαίχτες σου.
Και μπορεί οι πρώτες προσπάθειες για μια κινηματογραφική μεταφορά, το 2000, να ήταν κάτι που όλοι οι φανς προσπαθούν να ξεχάσουν (η ερμηνεία του Τζέρεμι Αϊρονς ακόμα προκαλεί εφιάλτες χειρότερους ίσως και από εκείνες των mind flayers), όμως οι σκηνοθέτες Τζον Φράνσις Ντέιλι και Τζόναθαν Γκόλντστιν, του εξίσου υπέροχου «Game Night», αγκαλιάζουν αυτό το «χάος» κι αυτές τις δυναμικές, παίρνοντας το ρόλο των Dungeon Masters (DM) και σε προσκαλούν σε ένα απίστευτα διασκεδαστικό session το οποίο στήνουν με αγάπη, μαεστρία και πολύ καλή διάθεση.
Οπως σε κάθε καλή περιπέτεια στο DnD, έτσι και στην ταινία η ιστορία ξεκινά κάπως απλά, αλλά γρήγορα εξελίσσεται σε κάτι το πιο μεγαλειώδες. Κι εδώ ένας γοητευτικός κλέφτης και μια ομάδα απίθανων τυχοδιωκτών αναλαμβάνουν μια επικών διαστάσεων αποστολή για να εντοπίσουν ένα χαμένο απομεινάρι του παρελθόντος.
Κάθε καλός DM έχει αυτό το μοναδικό χάρισμα: να σε μεταφέρει σε άλλους κόσμους (και πιο συγκεκριμένα στα Forgotten Realms, στα οποία φαίνεται πως διαδραματίζεται η περιπέτεια αυτή), με μια άνευ προηγουμένου ευκολία, σαν να ήσουν μέρος τους από πάντα, και να σε κάνει να γνωρίσεις τους χαρακτήρες (τον δικό σου αλλά και των υπολοίπων) και τα κίνητρά τους, ακόμα και αν πρόκειται για την πρώτη σου επαφή με όλα αυτά. Οι Ντέιλι και Γκόλντστιν διαπρέπουν στο να μεταφέρουν το μεγαλείο και το μέγεθος του κόσμου αυτού, γεμίζοντάς το διάφορους ενδιαφέροντες χαρακτήρες από διάφορες φυλές και τοποθεσίες που θα ενθουσιάσουν όχι μόνο τους φανς (υπάρχουν αναφορές στο Waterdeep και το Baldur’s Gate, καθώς και σε διάφορα τέρατα όπως mimic, displacer beast και άλλα) αλλά και σε εκείνους που ακούνε όλα αυτά για πρώτη φορά. Δεν υπάρχει στιγμή που αυτές οι πληροφορίες μοιάζουν να σε πνίγουν ή να σε κάνουν να χαθείς μέσα στους κανόνες τους και τις αμέτρητες αναφορές τους, και αυτό είναι σίγουρα προς τιμή των Ντέιλι και Γκόλντστιν.
Η ιστορία μπορεί να μην φτάνει τις επικές στιγμές του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» (όσοι πάτε να δείτε μια τέτοιου είδους ταινία σίγουρα θα απογοητευτείτε), αλλά κάθε στιγμή έχει κάτι που πάντα κερδίζει το ενδιαφέρον σου. Ισορροπώντας με δεξιοτεχνία ανάμεσα στην κωμωδία και τη δράση, χωρίς ποτέ να κάνουν την ταινία τους παρωδία, με την καρδιά μιας heist movie να χτυπά κάτω από το fantasy περιτύλιγμά της, οι σεναριογράφοι ξετυλίγουν την πλοκή της σαν μια κλασική περιπέτεια DnD, η οποία σε πάει από το ένα μέρος στο άλλο, σε φέρνει αντιμέτωπο με διάφορες παγίδες και εχθρούς, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερες εκπλήξεις και σασπένς μέχρι το φινάλε της.
Αν και το δίδυμο των σκηνοθετών επικεντρώνεται ίσως περισσότερο στην κωμωδία, η δράση δεν παύει να είναι εξαιρετική κάθε της στιγμή. Χρησιμοποιώντας αρκετά πρακτικά εφέ και μαριονέτες σε διάφορες σκηνές (πράγμα μάλλον σπάνιο για τέτοιου είδους ταινία σήμερα), με τα CGI να χρησιμοποιούνται όταν χρειάζονται, οι Ντέιλι και Γκόλντστιν την ενσωματώνουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο μέσα στην κωμωδία και το σαρκαστικό χίουμορ. Και όσοι θυμούνται εκείνο το μονοπλάνο στο «Game Night» που διαδραματίζεται στο σπίτι ενός αρχιμαφιόζου και έχει στο επίκεντρό του ένα αυγό Φαμπερζέ, να ετοιμάζονται και πάλι να εντυπωσιαστούν με ένα παρόμοιο, κατά τη διάρκεια μιας απόδρασης από το κάστρο.
Αλλά ποτέ ένα session, όσο πεπειραμένοι DMs να το διαχειρίζονται, όσο καλή ιστορία και να είναι, δε μετράει τόσο όταν δεν υπάρχει ίχνος χημείας ανάμεσα στους παίχτες, και συνεπώς και στους ίδιους του χαρακτήρες τους. Και είναι πραγματικά υπέροχο να βλέπεις αυτές τις δυναμικές μεταξύ των χαρακτήρων να κυριαρχούν στην οθόνη. Από την ομάδα, ο Κρις Πάιν είναι εκείνος που λάμπει περισσότερο από όλους, στο ρόλο του βάρδου, ενώ η Μισέλ Ροντρίγκεζ κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα στο ρόλο της πολεμίστριας Χόλγκα, έχοντας όμως μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω της. Οι Σοφία Λίλις, στο ρόλο της δρυΐδη που μεταμορφώνεται, και ο Τζάστις Σμιθ, στο ρόλο του μάγου, είναι χαρακτήρες που εξελίσσονται σε ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Φυσικά, χωρίς να πούμε πολλά, εκείνος που κλέβει την παράσταση είναι ο τέλειος paladin του Ρέγκε-Ζαν Πέιτζ.
Το «Dungeons & Dragons: Εντιμότητα Μεταξύ Κλεφτών» ρίχνει τα d20 του με αυτοπεποίθηση και φέρνει αρκετά critical hits. Είναι ένα γράμμα αγάπης των δημιουργών του για ένα παιχνίδι που έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από εκατομμύρια κόσμο, αλλά και μια από τις πιο διασκεδαστικές fantasy ταινίες που έχουμε δει. Αλλά πάνω από όλα είναι ένα (κινηματογραφικό) session, το οποίο σε προσκαλεί να δεις πώς ένα παιχνίδι, όλα αυτά τα χρόνια, έχει κάνει όλους εκείνους τους nerds και όλους όσους νοιώθουν πως δεν ανήκουν πουθενά, να βρουν τη φιλία και την αποδοχή σε μια ομάδα που άνετα θα μπορούσαν να την αποκαλούν και οικογένειά τους. Και αυτό κανένας δεν θα μπορούσε να τους το πάρει μακριά…