Αν δεν είναι όλες από το πρώτο τους μέχρι το τελευταίο τους λεπτό, παρά τα φαινόμενα που ειδικά στο σινεμά οφείλουν - προκειμένου να έχουν νόημα - να απατούν, τότε σίγουρα οι ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ από το «Ολα για τη Μητέρα μου» και μετά, φέρουν πιο έντονο και απροκάλυπτο πάνω τους το αυτοβιογραφικό σημάδι, μια τόσο διάφανη αίσθηση πως ο διακριτός κινηματογραφικός κόσμος του γεννιέται και πεθαίνει κάθε φορά, πριν από την οθόνη, στις ανεξάντλητες (ή εξαντλητικές, σε κάθε περίπτωση ακούραστες) διαδρομές μιας ενοχικής εφηβείας, μιας ξέφρενης ενηλικίωσης, μιας καθόλα ανοθόρδοξης ωριμότητας.
Ναι, η «Κακή Εκπαίδευση» είναι η προφανής αριστουργηματική αλμοδοβαρική «αυτοβιογραφική» ταινία, αλλά το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί εξίσου για το καθαρόαιμο «Δέρμα που Κατοικώ» ή το με στόφα του κλασικού «Volver» ή δεκάδες άλλες στιγμές των 20 ταινιών του. Από τα μικρά σκανδαλιστικά ανέκδοτα μέχρι τα έντονα χρώματα σε ταπετσαρίες και τίτλους αρχής και τέλους, ήχους και (σωματικά ή όχι) υγρά, περούκες και καταψύκτες, μίξερ και υπνωτικά χάπια, σφαίρες και κοντά παντελόνια, πισίνες και γυμνά στέρνα, ψηλές νότες και (!) ραγισμένες αγκαλιές, μπορεί κανείς μόνο να υποπτευθεί τι ακριβώς (δεν) θα χωρούσε σε ένα μουσείο αφιερωμένο στο σύμπαν του Πέδρο Αλμοδόβαρ.
Αν κάτι διαφοροποιεί ήδη από την πρώτη σκηνή το «Dolor y Gloria» (που μεταφράζεται τόσο απλά σε αυτό που σημαίνει:«Πόνος και Δόξα») είναι ότι δεν έχει καμία σημασία αν τα γεγονότα που αφηγείται ο Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι όντως πράγματα που έζησε στην πραγματικότητα. Η νέα του ταινία είναι αυτοβιογραφική στην υφή της, με τον τρόπο που ήταν το «8 1/2» του Φεντερικό Φελίνι ή το «New York New York» του Μάρτιν Σκορσέζε ή η «Περιφρόνηση» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, για να αναφέρει κανείς τρεις μόνο ταινίες που οι ήρωές τους ήταν άνθρωποι του σινεμά και του θεάματος. Αυτό που τον ενδιαφέρει εδώ είναι η αίσθηση που κάνει κάτι να είναι αυτοβιογραφικό, είτε αυτό είναι η μνήμη, είτε τα όνειρα, είτε ένα στιγμιαίο déjà vu ή ακόμη και ένα αναπάντεχο παιχνίδι της μοίρας που σε φέρνει αντιμέτωπο με αυτό που δεν φαντάστηκες ποτέ ότι σε συνδέει με το παιδί, τον έφηβο, τον άνθρωπο που ήσουν κάποτε.
Με το «Πόνος και Δόξα», ο Πέδρο Αλμοδόβαρ - αυτόν υποδύεται ο Αντόνιο Μπαντέρας, κρατώντας διακριτικά τα λευκά γένια και τα ανασηκωμένα μαλλιά που θυμίζουν τη φιγούρα του σκηνοθέτη του - αφηγείται μια ιστορία για έναν άνθρωπο που μεγαλώνει μέσα σε ένα σκοτεινό «μουσείο» από έργα τέχνης, κυρίως έναν άνθρωπο που πονάει και το σημαντικότερο έναν άνθρωπο που δεν βρήκε ποτέ τον τρόπο να αντιμετωπίσει τον πόνο του. Ο «Πόνος» είναι αυτός που κάνει τον (σωτήριο) Σάλβα (υποκοριστικό του Σαλβατόρες) να μην δημιουργεί, αλλά και αυτός που θα τον οδηγήσει να αναμοχλεύσει το παρελθόν του, να βρεθεί αντιμέτωπος με τους ανοιχτούς λογαριασμούς της ζωής του, να ανακαλύψει - αν τα καταφέρει - τη «Δόξα» που μπορεί φαινομενικά να αναφέρεται στην επιτυχία του ως σκηνοθέτη, αλλά που μετά από δύο ώρες πολύτιμου κινηματογραφικού χρόνου καταλαβαίνει κανείς ότι το δεύτερο συνθετικό του τίτλου της ταινίας αυτής αναφέρεται στη «Δόξα» της ίδιας της ζωής.
Με αφορμή την αποκατάσταση από την Ταινιοθήκη της Μαδρίτης της πιο γνωστής από τις πρώτες του ταινίες, το «Taste» (που η αφίσα της είναι ένα κατακόκκινο στόμα που γλείφει μια φράουλα), ο Σάλβα, ένας σκηνοθέτης που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, θα αποφασίσει να αποκαταστήσει τις διαταραγμένες σχέσεις του με τον τότε πρωταγωνιστή του. Η συνάντησή μαζί του θα τον κάνει να εθιστεί στην ηρωίνη ως το μόνο παυσίπονο για τους αφόρητους πόνους που νιώθει από μια πρόσφατη εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη καθώς το παρελθόν τον επισκέπτεται σε ανύποπτο χρόνο για να του θυμίσει τα παιδικά του μετεμφυλιακά χρόνια σε ένα σπίτι/σπηλιά, την πρώτη του ερωτική λιποθυμία στη θέα ενός γυμνού ανδρικού κορμιού, την ανολοκλήρωτη σχέση με τη μητέρα του, τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του.
Για τους (αλμοδοβαρικούς) γνώστες όλο το «Dolor y Gloria» είναι μια αναφορά. Πρώτα απ' όλα στο σινεμά το ίδιο: η συγγενική (!) σχέση της Ελίζαμπεθ με τον Ρόμπερτ Τέιλορ, η Μέριλιν Μονρό, ο Γουόρεν Μπίτι και η Νάταλι Γουντ στο «Splendor in the Grass». Και στη συνέχεια στο σινεμά του Πέδρο Αλμοδόβαρ: η ταινία που γίνεται αφορμή για όλα δεν είναι παρά το φάντασμα του πρώιμου - αυτοβιογραφικού; - «Νόμου του Πόθου» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Αντόνιο Μπαντέρας, η Πενέλοπε Κρουζ μητέρα δεν είναι παρά το «φάντασμα» της ηρωίδας του «Volver», το παιδί στη χορωδία και η πισίνα έρχονται αυτούσια από την «Κακή Εκπαίδευση», το μπαλκόνι με τις σαν σεζ λονγκ θα θυμίζει πάντα το «Μίλα της», το τραγούδι «Come Sinfonia», την ταινία για την Ιταλίδα ντίβα Μίνα που δεν έκανε ποτέ ο Αλμοδόβαρ.
Δεν έχει σημασία. Το «Dolor y Gloria» είναι φτιαγμένο από έναν σκηνοθέτη που μπορεί να κλείνει συνεχώς το μάτι σε όλα όσα τον οδήγησαν νομοτελειακά εδώ, αλλά που το ανεκτίμητο meta του είναι ότι ξέρει να κάνει σινεμά. Σινεμά όπως το ξέραμε (και πρόσφατα το έχουμε ξεχάσει σε ένα τοπίο αποστασιοποιημένης τέχνης που λειτουργεί μόνο εγκεφαλικά). Σινεμά με το οποίο γελάς, ταυτίζεσαι, πονάς, κλαις. Σινεμά με το οποιό παραμυθιάζεσαι - και καλά κάνεις - γιατί παρά το συνθετικό της νοσταλγίας, όλοι θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια σαν μια εικόνα βγαλμένη από κλασικά εικονογραφημένα (ας μην μιλήσουμε για την πρώτη φορά που καυλώσαμε...) και γιατί μόνο σε μια ταινία μπορείς να μιλήσεις με τη μαμά σου με τον τρόπο που δεν τόλμησες να το κάνεις ποτέ όταν μεγάλωνες και ένιωθες την απόσταση ανάμεσα σας να μεγαλώνει.
Σε μια στιγμή ανεκτίμητης διαύγειας που θα του στοιχίσει θεατές στους οποίους θα λείψουν οι εξτραβαγκάντζες, το ξέφρενο χιούμορ και οι queer εκκεντρικότητες, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, προσπαθεί να δει τι μένει όταν πια πετάξεις όλα τα περιτυλίγματα και αφήσεις την αρχέγονη μήτρα όλων να να πει τη δική της ιστορία. Η ιστορία του Σάλβα είναι η (βαρετή) ιστορία κάθε ανθρώπου που φτάνοντας σε μια ηλικία που νιώθει το σώμα του να τον προδίδει, επιστρέφει πίσω για να κλείσει κάθε πιθανό λογαριασμό και να βρει τους λόγους για να συνεχίσει να ζει, να δημιουργεί, να υπάρχει.
Ο Αλμοδόβαρ αφηγείται αυτή την «βαρετή» ιστορία, συναρπαστικά, χωρίς σκηνοθετικές ακροβασίες, αλλά αφήνοντας το συναίσθημα να ρέει - δίνοντας μια τόσο προφανή απάντηση στον ίδιο τον ήρωα και εαυτό του πως δεν υπάρχει κανένα άλλο ναρκωτικό ή κοκτέιλ από χάπια που να σε κάνει να νιώσεις πιο δυνατός από ποτέ. Αυτή η ταινία του δεν έχει ούτε πολλά τραγούδια, ούτε πολλά αστεία, ούτε ήρωες του περιθωρίου, ούτε παραμορφωμένες ιστορίες στα όποια πρόθυρα... νευρικής η άλλης κρίσης. Είναι όμορφη όσο όλες οι προηγούμενες, στιλιστικά αψεγάδιαστη, αλλά η πληγωμένη σπονδυλική της στήλη αποτελείται μόνο από τις σκηνές που είναι απαραίτητες για να φέρουν τον ήρωά του (και τον θεατή) λίγο πιο κοντά στο φως.
Ο Αντόνιο Μπαντέρας, στην πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας του, αναλαμβάνει με τόλμη την φετιχιστική επιθυμία του Αλμοδόβαρ να τον υποδυθεί, Ο άνθρωπος που εν έτει 1987 αυνανίστηκε στην πρώτη σκηνή του «Νόμου του Πόθου» για να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς σταρ της παγκόσμιας βιομηχανίας, δεν παίζει απλά τον Αλμοδόβαρ, αλλά μαζί όλους τους σκηνοθέτες και καλλιτέχνες αυτού του κόσμου, όλα τα παιδιά που μεγάλωσαν με τις ενοχές μιας υποκριτικής καθολικής κοινωνίας και όλους τους πετυχημένους που κέρδισαν μια καθημερινή ογκώδη αλληλογραφία ακόμη κι όταν όλοι τους είχαν ξεχάσει, αλλά όχι κι έναν άνθρωπο να κοιμηθούν μαζί του το βράδυ. Συγκλονιστικός σε κάθε μικρή η μεγάλη του στιγμή, καταφέρνει όχι μόνο να εκφράσει σωματικά τον «πόνο» του Σάλβα αλλά και την αλαζονία του, την αντίστασή του απέναντι στις συγγνώμες που πρέπει να ζητήσει, την σε ένα βλέμμα μελαγχολία και απόγνωση ενός ανθρώπου που νιώθει ότι κάτι δεν έχει κάνει σωστά και ότι πριν το τέλος έχει μια τελευταία ευκαιρία να το διορθώσει.
Ο Αλμοδόβαρ - σε μια φαινομενικά προφανή αλλά μην γελιέστε, επώδυνα βαθιά αίσθηση του τι σημαίνει να έχεις πονέσει πριν κερδίσεις οτιδήποτε - διασκεδάζει μαζί του, αφού ήδη τον έχει εμπιστευτεί αμαχητί πως θα πει την αλήθεια του χωρίς περιστροφές. Και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας ή ναρκισσισμού, τον ακολουθεί σε όλη του τη διαδρομή προς μια νέα αρχή, σηματοδοτώντας με αυτό το (ελπίζουμε όχι) «τελικό» κεφάλαιο της φιλμογραφίας του, όχι μόνο τους ισχυρούς δεσμούς με την Ισπανία (από την ταινία περνάνε σχεδόν όλοι οι μόνιμοι συνεργάτες του - από την Σεσίλια Ροθ μέχρι την υπέροχη Πενέλοπε Κρουζ), αλλά και τη σιγουριά με τη οποία μπορεί να μιλάει πλέον κινηματογραφικά για τον εαυτό του.
Το «Dolor y Gloria» δεν είναι η καλύτερη ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Αλλά το συναισθηματικό της εκτόπισμα είναι σχεδόν ισόποσο με όλη τη φιλμογραφία του μαζί. Πιο υπαρξιακή από το πιο προφανές χιλιοειπωμένο αδιέξοδο έμπνευσης ενός καλλιτέχνη και φτιαγμένη από τον πρωτότυπο συνδυασμό των σπάνιων υλικών του τίτλου της, η ταινία που είναι προφανές ότι κλείνει ένα μεγάλο κύκλο στη ζωή και την καριέρα του 69χρονου σκηνοθέτη, δεν σε αφήνει στιγμή ασυγκίνητο μπροστά σε μια τόσο γνώριμη, αλλά τελικά πάντα επείγουσα ιστορία επιβίωσης.
Και ακόμη κι αν στο αφοπλιστικό φινάλε της δεν έλεγε με μια και μόνο σπαρακτική στιχομυθία ό,τι πιο σημαντικό έχει ειπωθεί στο σινεμά για το σινεμά, το νιώθεις σωματικά και στα 113 λεπτά που διαρκεί ότι για τον Αλμοδόβαρ, όπως και για κάθε μεγάλο δημιουργό, το μόνο σπίτι, το μόνο σώμα, ο μόνος πόθος, ο μόνος πόνος και η μόνη δόξα είναι η επιστροφή στις ιστορίες: αυτές που έμαθες μικρός, τις άλλες που έκρυψες απ' όλους, εκείνες που φοβήθηκες, αυτές που σε πρόδωσαν, αυτές που έρχονται απροειδοποίητα για να σε κρατήσουν ξάγρυπνο ένα βράδυ, αυτές που χρειάζεται να πονέσεις λίγο παραπάνω για να μπορέσεις να τις αφηγηθείς.
Το «Πόνος και Δόξα» είναι μια από αυτές.