Μία γυναίκα παίρνει ξηρούς καρπούς από ένα μπολ στο μπαρ του αεροδρομίου, πριν δώσει την πιστωτική της κάρτα στον σερβιτόρο. Μια επαγγελματική συνάντηση ξεκινά με ανταλλαγή χειραψιών. Ενας άνδρας βήχει σε ένα κατάμεστο λεωφορείο... Μία επαφή... Μια στιγμή... Και ένας φονικός ιός έχει ήδη εξαπλωθεί.
Η ιδέα μιας ομάδας διάσημων πρωταγωνιστών, αναγνωρίσιμων σταρ που πεθαίνουν από μια σαρωτική επιδημία, μοιάζει με κάποιο παράξενο τρόπο σχεδόν ενθουσιαστική, μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης που εξισώνει τους κομπάρσους με τους αστέρες, απέναντι στο θάνατο.
Από αυτή την άποψη η ταινία του Σόντερμπεργκ αξίζει συγχαρητήρια. Αφ ότου η Γκουίνεθ Πάλτροου «τινάζει τα πέταλα» πολύ νωρίς στην ταινία και τόσο ανέλπιστα, που ο σύζυγος της Ματ Ντέιμον, απλά αγνοεί τον γιατρό που το ανακοινώνει, ξέρεις, ότι κανείς στο «Contagion» δεν είναι ασφαλής, όσα Οσκαρ ή όσο μεγάλο κασέ κι αν έχει.
Η αγωνία του ποιος θα είναι ο επόμενος που θα πεθάνει όμως, είναι στην ουσία και η μόνη που παραμένει ζωντανή βλέποντας το φιλμ, το οποίο ακολουθεί μια τόσο τυπική και μη δραματική εξέλιξη της ιστορίας, που ελάχιστα σε παρασύρει ή σε πανικοβάλει.
Βλέποντας το σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, θα περίμενες να κοιτάζεις το διπλανό σου με καχυποψία, να αναπηδάς κάθε φορά που κάποιες βήχει, αλλά εδώ, το «μικρόβιο του φόβου» δεν διαχέεται από την οθόνη προς την αίθουσα.
Φταίει ότι το σενάριο ακολουθεί περισσότερες αφηγηματικές γραμμές απ όσες μπορείς να ακολουθήσεις κάνοντας μια μίνιμουμ συναισθηματική επένδυση, ότι είναι γεμάτο ήρωες που οι περισσότεροι δεν προφταίνουν να μορφοποιηθούν σε ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ότι προσπαθώντας να περιγράψει τα γεγονότα με αποστασιοποίηση, χάνει την όποια δραματική ένταση.
Το «Contagion» καταλήγει να θυμίζει αναφορά κρατικής επιτροπής για μια επιδημία, νούμερα και γεγονότα, χωρίς ανθρώπινο αντίκρισμα, σκηνές που καταγράφουν αντί να πανικοβάλλουν, να συγκινούν. Η μορφή του είναι αυτή μιας τυπικής ταινίας επιδημίας, αλλά η απόδραματικοποιησή των όσων περιγράφει, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την λογική μιας τυπικής ταινίας του είδους.
Στην αρχή, η ιδέα μοιάζει ενδιαφέρουσα: μια ταινία «καταστροφής» για τον σκεπτόμενο θεατή, γρήγορα όμως το υλικό αποδεικνύεται πιο στεγνό απ όσο θα ήθελες, οι χαρακτήρες αδιάφοροι ως αντιπαθείς, η πλοκή βιαστική στο να χωρέσει όλη τη δαιδαλώδη διαδρομή μιας παγκόσμιας επιδημίας σε δυο μόλις ώρες και αποσπασματική στον τρόπο που κόβει ανάμεσα στις επιμέρους ιστορίες της.
Η αίσθηση του επείγοντος ποτέ δεν επιτυγχάνεται, η απόπειρα διασποράς του πανικού πέφτει στο κενό και η διάθεση να φας ποπ κορν ακόμη κι αν το έχουν αγγίξει κάμποσα χέρια στο φουαγιέ πριν φτάσει στο στόμα σου, δεν σου κόβεται καθόλου.
Σε μια ταινία που προσπαθεί να μεταμορφώσει ακόμη και το παραμικρό άγγιγμα ή την κάθε ανάσα σε απειλή, αυτό το λες ως και αποτυχία…