Ο 7χρονος Μέισον μεγαλώνει με την χωρισμένη μητέρα του Ολίβια και τη λίγο μεγαλύτερη αδελφή του Σαμάνθα στο σπίτι τους στο Τέξας. Ο τυχοδιωκτάκος μουσικός πατέρας τους ζει τα τελευταία χρόνια στην Αλάσκα και τα παιδιά δεν τον έχουν δει εδώ και καιρό. Η Ολίβια αποφασίζει να μετακομίσουν στο Χιούστον και να τελειώσει τις σπουδές της. Ο πατέρας επιστρέφει κι εκείνος στην πόλη, αρχίζει να βλέπει τα παιδιά σαββατοκύριακα, η Ολίβια ερωτεύεται και παντρεύεται τον πολύ μεγαλύτερο καθηγητή της, τα πιτσιρίκια μεγαλώνουν με τα νέα ετεροθαλή τους αδέλφια, η ζωή αλλάζει μορφή, σχήμα, ρυθμό, εικόνες. Ακολουθεί διαζύγιο, ξανά μετακόμιση, ο πατέρας παντρεύεται μία άλλη γυναίκα, αποκτούν μικρό αδελφάκι, η μητέρα γνωρίζει κάποιον άλλον, μετακομίζουν. Ο μικρός Μέισον μπαίνει στην εφηβεία, πρώτες τάξεις στο γυμνάσιο, πρώτες παρέες, πρώτο κορίτσι, πρώτο φιλί, πρώτος χωρισμός, πρώτη πίκρα. Η φωτογραφική του μηχανή γίνεται η προέκταση του εαυτού του, βρίσκει το κάλεσμά του, τη φωνή του, πειραματίζεται και αλλάζει. Μεγαλώνει.
Είναι κάτι παραπάνω από σκηνοθετικό επίτευγμα να γυρίζεις μία ταινία φιξιόν μέσα σε ένα διάστημα 12 χρόνων, παρακολουθώντας ένα μικρό παιδί να μεγαλώνει μπροστά στο φακό σου. Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα τεράστιο ρίσκο: ένα χαρισματικό χαριτωμένο αγοράκι θα εξελιχθεί σε γοητευτικό έφηβο, σε φωτογενή νεαρό ή θα ακολουθήσει την μοίρα πολλών παιδιών-ηθοποιών και θα μεταλλαχτεί σε άχαρο ενήλικα; Επίσης, όσοι έχουν εμπλακεί με την ταινία θα μπορέσουν μέσα στα χρόνια να διατηρήσουν τη δέσμευσή τους με το πρότζεκτ;
Οχι, αυτό που κατάφερε ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με το «Μεγαλώνοντας» είναι ένας σκηνοθετικός άθλος, ένα ρεκόρ που θα μείνει για πάντα στην κινηματογραφική Ιστορία: είναι το πρώτο, πραγματικό, δράμα ενηληκίωσης στο σινεμά.
Μπορεί ο Μάικλ Απτεντ να έχει κάνει το ίδιο με την σειρά «Up», που παρακολουθεί εδώ και 4 δεκαετίες μία ομάδα Βρετανών (από τα 14 τους μέχρι τα 56 τους χρόνια σήμερα) όμως το «Boyhood» δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ. Μία ταινία φιξιόν παρουσιάζει διαφορετική πρόκληση κι έχει άλλες δραματουργικές απαιτήσεις, οφείλει να δέσει τα εν εξελίξει μέσα στα χρόνια κινηματογραφικά στιλ και μέσα (την τεχνολογική επανάσταση στην κατάργηση του φιλμ και στο ψηφιακό γύρισμα για παράδειγμα) σε μία κοινή ατμόσφαιρα, παράγοντας ένα αποτέλεσμα που προκαλεί την αμεσότητα, τη συγκίνηση, την οικειότητα του θεατή. Κανείς δεν είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να δέσει μία ολόκληρη ζωή (από τα 6 στα 18) σε μία ενδιαφέρουσα, σφιχτή, 3ωρη περιήγηση.
Ομως ο πραγματικός θρίαμβος του Λινκλέιτερ δεν είναι αυτός. Είναι ο τρόπος που το κάνει. Αυτή η μαγική του ιδιότητα να γράφει διαλόγους, να στήνει πλάνα και να συλλαμβάνει εικόνες, καθημερινότητες, μικρές και μεγάλες στιγμές που ξεχειλίζουν από φυσικότητα, ανθρωπιά, τρυφερότητα, αλήθεια.
Ο Ελαρ Κολτρέιν, ένα ντόπιο αγοράκι από την πόλη του Λινκλέιτερ στο Τέξας, αποδεικνύεται συγκλονιστική επιλογή. Ως πιτσιρικάς είναι χαριτωμένος, γλυκός, με ωμή παιδική αθωότητα. Μεγαλώνοντας όμως μετατρέπεται σε πραγματική αποκάλυψη: ακόμα συνεσταλμένος και ντροπαλός, αλλά ταυτόχρονα με μία μυστήρια, σιωπηλή, γοητευτική αύρα, ο «Μέισον» του επιβάλλει στο φακό να τον ερωτευτεί. Ο πιστός συνεργάτης και φίλος του Λινκλέιτερ, Ιθαν Χοκ, είναι επίσης ο ιδανικός «πατέρας». Κουβαλώντας κι ο ίδιος κομμάτια της προσωπικής του ζωής μέσα στα χρόνια, ενισχύει το σενάριο με γλυκόπικρες αλήθειες για την πατρότητα και την ερμηνεία του με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η Πατρίτσια Αρκέτ στο ρόλο της μητέρα όμως είναι η αποκάλυψη της ταινίας: η μετάλλαξή της από 90ς πιν απ σε γυναίκα, το μεγάλωμα, το φυσικό τσαλάκωμα και ο ακομπλεξάριστος συμβιβασμός με ό,τι φέρνει ο χρόνος προσφέρουν στην ερμηνεία της μία εγκεφαλική ωρίμανση, ένα δεύτερο επίπεδο που δεν έχει να κάνει μόνο με ταλέντο. Το ωμό, καθαρό ταλέντο άλλωστε το διαθέτει η Λόραλαϊ - η πιτσιρίκα (και νυν έφηβη) κόρη του Λινκλέιτερ που διεκδίκησε να ερμηνεύει την ατίθαση αδελφή του Μέισον και λάμπει σε κάθε της σκηνή, σε κάθε της ηλικία, μ' έναν ακατέργαστο, χαριτωμένο τσαμπουκά.
Βιώνοντας την ταινία (γιατί δεν τη βλέπεις, απλώς) πιάνεις τον εαυτό σου να συνδιαλέγεται με την καρδιά ανοικτή με τους ήρωες για το κάθε βήμα. Την κάθε απομυθοποίηση της ενηλικίωσης, τον κάθε συμβιβασμό, την κάθε απογοήτευση. Την κάθε στροφή του δρόμου που αποκαλύπτει μία νέα αρχή, ένα νέο πλαίσιο σχέσεων, μία ακόμα δοκιμασία. Μία νέα, μεγάλη ομορφιά. Τα παιδιάστικα όνειρα που πρέπει να πεθάνουν, για να μεγαλώσεις. Και να μάθεις να ονειρεύεσαι από την αρχή.
Πάνω από όλα όμως, νιώθεις όλες αυτές τις συσσωρευμένες στιγμές που συγκεντρώνει σαν άμμο στην κινηματογραφική του χούφτα ο Λινκλέιτερ να παίρνουν σχήμα, να ξεπερνούν τη διάσταση του φιξιόν, να μεταμορφώνονται σε μία δική σου εναλλακτική οικογένεια - σε ζωή που κούμπωσε με τη ζωή σου.
Και το μόνο, το μόνο, αρνητικό της ταινίας είναι ότι τελειώνει. Και θέλεις κι άλλο.
- Δείτε το σκηνοθέτη και την οικογένεια του «Boyhood» να μιλούν στην κάμερα του Flix
- Το Flix παρουσιάζει το «Μεγαλώνοντας» στο κοινό της Αθήνας κι ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ στέλνει ένα βίντεο-χαιρετισμό