Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Μποράτ μοιάζει με κάποιου είδους υπερήρωα που επιστρέφει κάθε φορά που ο κόσμος τον χρειάζεται, αφού πέρασαν ήδη 14 χρόνια από την προηγούμενη θριαμβευτική του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη. Και θα μπορούσε να πει κανείς πως ο κόσμος (ή η Αμερική) όντως τον χρειάζεται με τον McDonald Τραμπ να είναι πρόεδρος της χώρας και τον κορονοϊό να σαρώνει ολόκληρο τον κόσμο.
Στην νέα του λοιπόν περιπέτεια, ο Μποράτ, καταδικασμένος από την κυβέρνηση του Καζακστάν σε ισόβια για το ρεζίλεμα της χώρας στην προηγούμενη ταινία του, παίρνει χάρη από τον Πρόεδρο, προκειμένου να ταξιδέψει ξανά στην αμερική και να δώσει ένα δώρο στον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς προκειμένου, ο Πρόεδρος της χώρας του να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ όπως κι άλλοι άθλιοι ηγέτες του πλανήτη.
Μόνο που το πλάνο του θα πάει εντελώς στραβά κι ο ήρωάς μας θα βρεθεί στη χώρα με την σχεδόν ημιάγρια έφηβη κόρη του, την οποία θα προσπαθήσει να μεταμορφώσει σε ελκυστικό θηλυκό στα πρότυπα των αμερικανίδων προκειμένου να την χαρίσει στον Μάικ Πενς. Η κόρη του Τουτάρ πιστεύει ότι οι γυναίκες πρέπει να ζουν σε κλουβί ή ότι το αιδίο της θα την δαγκώσει και θα την καταπιέ αν το αγγίξει, πιστή στις διδαχές που τα κορίτσια μαθαίνουν στην πατρίδα της και για εκείνη, το ταξιδι της στην Αμερική θα είναι μια αληθινή αποκάλυψη.
Ναι η πατριαρχία είναι ένας από τους στόχους του Σάσα Μπάρον Κοέν σε αυτή την νέα περιπέτεια του Μποράτ, όπως είναι σταθερά η αμάθεια και η μισαλλοδοξία της αμερικής, οι ανήθικοι πολιτικοί, ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός κι όλα αυτά που δεν έχουν αλλάξει από την πρώτη φορά που η δαιμόνιος ρεπόρτερ από το Καζακστάν ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Αμερική.
Αν όμως εκείνη η πρώτη του επίσκεψη είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικά αστεία και ανατριχιαστικά καίρια κωμωδία, αυτή εδώ μοιάζει όχι απαραίτητα με ξαναζεσταμένο φαγητό, αλλά με κάτι πολύ λίγο μπροστά στο φρικτό τσίρκο της Αμερικής του Τραμπ. Κι ακόμη και τα πιο θεαματικά του κόλπα, όπως όταν ντυμένος με ένα κοστούμι του Τραμπ διακόπτει ένα συνέδριο του Πενς κουβαλώντας την κόρη του στην πλάτη για να του την προσφέρει, ή τα πλανα με τον Ρούντι Τζουλιάνι με τα χέρια στο παντελόνι του στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου στο τελος μιας συνέντευξης, δεν δείχνουν να έχουν την δύναμη της προηγούμενης ταινίας.
Και τα γέλια δεν είναι φυσικά ούτε αυτά τα ίδια, αλλά ακόμη κι έτσι, πιθανότατα ο Μποράτ δείχνει με κάποιο τρόπο απαραίτητος. Οχι ως κάποιος που κριτικάρει ή ελέγχει την «ηθική υγεία» της αμερικανικής κοινωνίας, μα ως μέτρο σύγκρισης της γελοιότητας και του αμοραλισμού των πολιτικών και των πολιτών μιας χώρας που κομμάτια της μοιάζουν να έχουν γλιστρήσει πολύ πιο χαμηλά από την περιοχή καταστάσεων με τις οποίες μπορείς πια να γελάς.