H Μάργκαρετ Κιν έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο του ‘50, φεύγοντας μαζί με τη μικρή της κόρη από τον πρώτο της σύζυγο, αποφασισμένη να αλλάξει τη μοίρα της. Εκεί, σε μια ατμόσφαιρα που ευνοούσε την καλλιτεχνική ελευθερία θα γινόταν... διάσημη ζωγραφίζοντας τους διάσημους πίνακες της με τα παιδιά με τα μεγάλα λυπημένα μάτια. Η ιστορία θέλει τους πίνακες αυτούς να είναι αποτέλεσμα της κακομεταχείρισης της ζωγράφου από τον άντρα της Γουόλτερ Κιν, επίσης καλλιτέχνη, ο οποίος την κλείδωνε στη σοφίτα για να της επιβάλει να ζωγραφίσει και να πουλάει τα έργα της ως δικά του. Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο και η διαμάχη των δικαιωμάτων κράτησε χρόνια και λύθηκε απλά: η Μάργκαρετ ζωγράφισε έναν πίνακα μπροστά σε δικαστές και ενόρκους, ενώ ο Γουόλτερ αρνήθηκε. Από το 1986 ήταν ελεύθερη να ζωγραφίζει με το όνομά της.

Μπορείς να γίνεις πολύ σκληρός με τον Τιμ Μπάρτον, κυρίως για την άρνησή του να αναζητήσει τον σωστό τρόπο για να ανταποκριθεί στο μύθο που ο ίδιος έχτισε στα 80s και τα 90s, διαβρώνοντας με τον δικό του ποπ (βλ. και goth) τρόπο το αμερικάνικο mainstream.

H είσοδός του στα 2000s τον βρήκε να απολαμβάνει το δίκαιο απυρόβλητο του ανθρώπου που έκανε τον «Ψαλιδοχέρη», το «Batman Returns» και το «Ed Wood» και ταυτόχρονα να επαναπαύεται στις δάφνες του με μια σειρά ταινιών που έφεραν αναμφισβήτητα τη σφραγίδα του, αλλά όχι και την «τρέλα» του ή το «όραμα» που ο ίδιος είχε προβάλλει ως απόλυτη προτεραιότητα για να διατηρήσει τη δική του γωνιά σε ένα Χόλιγουντ που με τη σειρά του τον εκμεταλλεύτηκε ως απόδειξη της «ανοχής» του στο διαφορετικό.

Το πέρασμά του στη safe πλευρά μπορεί να είχε τις διακυμάνσεις του και τις – στην περίπτωσή του «σκοτεινές» - αναλαμπές του (βλ. «Big Fish», «Sweeny Todd» - πολλοί θα έβαζαν εδώ και την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων»), αλλά ταινία με την ταινία, όσο η φιλμογραφία του κέρδιζε σε disneyική αποδοχή τόσο έχανε το στοιχείο της έκπληξης και του μαγικού του αγγίγματος.

Τα «Μεγάλα Μάτια», αυτή η υπέροχη ιστορία της Μάργκαρετ Κιν που διεκδίκησε την πατρότητα των έργων της μετά από χρόνια που κρυβόταν πίσω από την παράνοια του συζύγου της, ήρθαν ακριβώς μετά το άνευρο «Dark Shadows» και το ωραίο αλλά μέχρι εκεί «Frankenweenie» για να κάνουν το θέμα «Τιμ Μπάρτον» πραγματικά... ανησυχητικό.

Παρόλες τις διαφωνίες ή την όποια υπερβολή της αποκαθήλωσης του Τιμ Μπάρτον τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι πραγματικά η πρώτη φορά που μπορεί κάποιος να πει με σιγουριά πως τα «Μεγάλα Μάτια» είναι μια ταινία την οποία θα μπορούσε να κάνει ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης και κάπως έτσι να κριθεί ως ένα συμβατικό, επιδερμικό και τελικά στα όρια της τηλεταινίας πορτρέτο μιας γυναίκας και μιας εποχής με φόντο μια απίστευτη αλλά αληθινή ιστορία.

Ο Τιμ Μπάρτον μοιάζει να είναι τελείως απών απ’ όσα διαδραματίζονται στα «Μεγάλα Μάτια», καθώς η ιστορία μιας όχι και τόσο γνωστής απάτης στα χρονικά της μοντέρνας τέχνης νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή θα γιγαντωθεί σε ένα φρενήρες δοκίμιο πάνω στο ψέμα, την εμμονή, τη γυναικεία καταπίεση και το εξόχως επίκαιρο θέμα της αυθεντικότητας της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ολες οι θεματικές που ξεπηδούν μέσα από την ιστορία της Μάργκαρετ Κιν βρίσκονται εκεί αναξιοποίητες, περισσότερο ως στιγμιότυπα μιας τραγικής αλληλουχίας που φιλοδοξούν να πουν την αλήθεια μιας ζωής που για χρόνια έμεινε κρυμμένη μέσα σε ένα σκοτεινό ατελιέ, χωρίς ποτέ αυτή η αλήθεια να φτάνει στο θεατή ως ένα φεμινιστικό μανιφέστο, μια ωδή πάνω στο απόλυτα προσωπικό της δημιουργίας ή τουλάχιστον ως ένα πορτρέτο μιας Αμερικής που αρνείται να κοιτάξει στα (μεγάλα) μάτια τους ανθρώπους της.

Ναι, είναι άδικο να φορτώνεις μια ταινία με τόσες πολλές προσδοκίες, αλλά ποιος μπορεί να απαγορέψει στους φανατικούς του Τιμ Μπάρτον να περιμένουν πως αυτή η ιστορία στα χέρια του θα μπορούσε να είναι το απόλυτο «sequel» του αριστουργηματικού «Ed Wood», μια ακόμη «πειραγμένη» βιογραφία μιας αδικημένης καλλιτεχνικής ιδιοφυίας, μια ακόμη διακήρυξη ανεξαρτησίας των διαφορετικών αυτού του κόσμου;

Αν τα «Μεγάλα Μάτια» καταφέρνουν να μην είναι τελικά μια τηλεταινία που θα έβλεπες σε ένα δευτεροκλασάτο κανάλι στο πλαίσιο ένος αφιερώματος για την «Ημέρα της Γυναίκας» οφείλεται κυρίως στην Εϊμι Ανταμς που ενσαρκώνει την Μάργκαρετ Κιν με όλη την τραγικότητα αλλά και ελαφρότητα της απόφασής της, καταφέρνοντας να επικρατήσει απέναντι σε έναν σχεδόν miscast Κριστόφ Βαλτς που κάνει τον Γουόλτερ Κιν να μοιάζει με καρικατούρα αλλά και απέναντι στην ανέμπνευστη επίπεδη σκηνοθεσία του Μπάρτον που αρνείται ακόμη και στην τελική σκηνή της δικαίωσής της να προσφέρει κάτι περισσότερο από μια άνευρη σκηνή δικαστηρίου.

Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, προσπαθείς να φανταστείς τι θα γινόταν αν ο Τιμ Μπάρτον πίσω από τη κάμερα ήταν ο Τιμ Μπάρτον που κάποτε αγάπησες και τα μεγάλα μάτια που κουβαλάς μέχρι και το τέλος είναι μόνο αυτά της απορίας. Η Μάργκαρετ Κιν θα δικαιωθεί, όχι όμως και εσύ...


Διαβάστε και δείτε ακόμη: