Αν κάποιος ψάξει τον ορισμό της «Arte Povera» (ή αλλιώς γνωστή ως και ως φτωχική τέχνη) θα ανακαλύψει ότι πρόκειται για ένα μεταμοντέρνο καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1960, συνδυάζοντας πτυχές εννοιολογικής και μινιμαλιστικής τέχνης και περφόρμανς, με τον καλλιτέχνη να χρησιμοποιεί άχρηστα ή κοινά υλικά όπως η το χώμα ή χαρτιά από εφημερίδες, με την ελπίδα να ανατρέψει την εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Κάτι που σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηρίσει τη μουσική, ένα συνδυασμός ελληνικού ραπ με επική ορχηστρική μουσική και χορωδία, που έγραψε για το ομότιτλο μουσικό album του «Arte Povera» ο ράπερ Beats Pliz (aka Φώτης Γεωργιάδης). Για να το καταφέρει, ταξίδεψε σε τρία διαφορετικά στούντιο της Ευρώπης για να ηχογραφήσει μουσική από συμφωνικές ορχήστρες (της Πράγας, της Βουδαπέστης και της Σόφιας) και στη συνέχεια τις μεταμόρφωσε σε rap beats επιστρατεύοντας τους δημοφιλέστερους rap artists στην Ελλάδα, (μεταξύ των οποίων οι Bloody Hawk, Dani Gambino, Εθισμός, Hawk, ΛΕΞ, Μικρός Κλέφτης, Σαντάμ, Vlospa, Wang) για να ραπάρουν πάνω σε αυτές.
Εχοντας μαζί του μία κάμερα, ο Φώτης Γεωργιάδης απαθανατίζει την κάθε του στιγμή σε όλη αυτή την διαδικασία, με την διεξαγωγή της ηχογράφησης των συμφωνικών ορχηστρών, τις στιγμές παραγωγής των κομματιών μαζί με τους ράπερς, την επεξήγηση όλου του οράματος του καθώς και πολλών clips που θυμίζουν εκκεντρικά ευρωπαϊκά μουσικά βίντεο.
Εχοντας περισσότερο αξία ως μια μεγάλου μήκους making of ταινία του νέου του άλμπουμ, με αρκετό παρασκηνιακό υλικό, παρά ως ένα ντοκιμαντέρ με κάποιο κινηματογραφικό ενδιαφέρον, ο Φώτης Γεωργιάδης φαίνεται πως απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στους φανς του, δίνοντάς τους στοιχεία για όλη αυτή την διαδικασία της παραγωγής, από τις πρώτες στιγμές της σύλληψής και την συνεργασία του με τους υπόλοιπους ράπερς μέχρι και την ηχογράφησή του άλμπουμ του.
Σκηνοθετώντας σε άσπρο και μαύρο, η κάμερα του τον ακολουθεί από τα «αλώνια» της ραπ σκηνής της Θεσσαλονίκης στα «σαλόνια» των μεγάλων ευρωπαϊκών ορχηστρών και πίσω, χωρίς όμως ρυθμό και ουσία. Δεν μπορεί να συνδυάσει όμως, όπως καταφέρνει με με τα δυο αυτά τελείως ετερόκλητα μουσικά είδη στο κατά τα άλλα επικό του άλμπουμ, την εικόνα με την μουσική του, αφήνοντας την ταινία του να περιπλανιέται μετέωρη μέσα σε μια αόριστη κινηματογραφική παραφωνία.
Αν και υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές, κυρίως στο όταν προσπαθεί να δείξει τον συνδυασμό των διαφορετικών αυτών ειδών μουσικής στο μυαλό του, αλλά και στις σκηνές λίγο πριν το τέλος της οι οποίες μοιάζουν σαν ένα προοίμιο μια άλλης, πιο συναρπαστικής, ταινίας, το «Arte Povera» καταλήγει κάπως φτωχό κινηματογραφικά, σε σχέση με αυτό το κάτι παραπάνω που ίσως κάποιοι περίμεναν να δουν από έναν καλλιτέχνη που σίγουρα έχει την δυνατότητα να προσφέρει πολλά περισσότερα.