Η Σάντρα κι ο Σαμιουέλ έχουν μετακομίσει τα τελευταία χρόνια στο πατρικό του σπίτι στις γαλλικές Αλπεις. Εκείνη, επιτυχημένη συγγραφέας. Εκείνος, παρόλο το ταλέντο του, αδυνατεί να τολμήσει το πρώτο του βιβλίο. Αντ' αυτού, διδάσκει τρεις φορές την εβδομάδα σε σχολείο της Γκρενόμπλ και έχει αναλάβει και την εκπαίδευση του Ντάνιελ, του 11χρονου γιου τους, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα έχει μείνει ημίτυφλος. Ο Σαμιουέλ έχει μείνει πίσω, έτσι νιώθει, κι ο ανταγωνισμός με τη Σάντρα δημιουργεί εντάσεις. Οταν μία νεαρή δημοσιογράφος φτάνει στο σαλέ τους για να της πάρει συνέντευξη για το τελευταίο της best seller, εκείνος σναπάρει. Παίζει το «P.I.M.P» του 50 Cent στη διαπασών και στο repeat, για να μην μπορούν να μιλήσουν. Η δημοσιογράφος φεύγει και το ίδιο κι ο Ντάνιελ - βγάζει τον σκύλο βόλτα, όπως κάνει πάντα όταν οι γονείς τσακώνονται. Μόνο που όταν επιστρέφει βρίσκει το πτώμα του πατέρα του στο χιόνι. Εχει πέσει από το παράθυρο της σοφίτας, αυτοκτονώντας; Ή κάποιος τον έσπρωξε; Η Σάντρα βρίσκεται να κατηγορείται για τη δολοφονία του άντρα της. Μία δίκη που ανατέμνει την πτώση για να αποδειχθούν τα αίτια αυτού του θανάτου, αλλά τελικά κάνει πολλά περισσότερα: αναλύει έναν γάμο, τις δυναμικές του, τις πλευρές του δίκιου και του άδικου, τα δικαιώματα και τις ευθύνες, τις τύψεις και τις κατηγορίες, την αγάπη και την οργή που πολλές φορές συνυπάρχουν.
Η Ζιστίν Τριέ («Σεξ και Ψυχανάλυση») κι ο Αρτούρ Αραρί υπογράφουν ένα δυνατό, σύνθετο, εμβριθές σενάριο που πραγματικά βάζει τον θεατή σε συνεχή αμφισβήτηση. Οπως κι ο Ντάνιελ, ο μόνος «μάρτυρας» της υπόθεσης, έτσι κι εμείς, στεκόμαστε στη ζωή ημίτυφλοι - ποτέ δεν έχουμε όλα τα γεγονότα, ποτέ δεν βλέπουμε ένα θέμα από όλες τις προοπτικές, αλλά πάντα βγάζουμε συμπεράσματα. Τόσο οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων, όσο και οι καταθέσεις στο δικαστήριο πατούν σε δύσκολα θέματα που οι Τριέ-Αραρί εξετάζουν μελετημένα, ώριμα, έξυπνα. Κανείς δεν είναι αθώος, αλλά αυτό δεν κάνει και κάποιον αυτόματα ένοχο. Η ευθύνη πέφτει περισσότερο σε εμάς που κοιτάμε την οθόνη με την απαίτηση του «whodunit», ενώ στις ζωές των ανθρώπων υπάρχουν εκατοντάδες πιο σημαντικά ερωτήματα που προηγούνται. Αν κανείς συνδυάσει ότι «θύτης» και «θύμα» είναι και οι δύο συγγραφείς, πόσα ανήκουν στην πραγματικότητα και πόσα στην δραματουργία του μυαλού τους; Πόσο κρίνουμε εμείς τους ανθρώπους από το έργο τους;
Εμείς καθόμαστε στο εδώλιο. Εμείς και στη θέση του δικαστή. Καθημερινά στις ζωές μας κρίνουμε και κρινόμαστε, καμιά φορά και πιο γρήγορα από ό,τι μπορεί ο εγκέφαλος να αναλύσει, δικαιολογήσει, αποφασίσει. Παράλληλα έχουμε μία άλλη αντίληψη εαυτού, από αυτό που πραγματικά είμαστε. Κάθε φορά που κάποιος σηκώσει τον καθρέφτη, η αντίδραση είναι σοκαριστική. Κάποιοι δεν συνέρχονται ποτέ από αυτό. Τους «σκοτώνουμε» τον εαυτό που νόμιζαν ότι κουβαλούσαν. Ακόμα κι αν δεν τους σκοτώνουμε στ' αλήθεια.
Η Τριέ σκηνοθετεί κι η ίδια ευρηματικά, αλλά στιβαρά, χωρίς κόλπα. Μπορεί η αρχή της ταινίας να στήνεται γύρω από το σπίτι και την πτώση, με γεωμετρικά πλάνα και μυστήριο, γρήγορα όμως ο πραγματικός άξονας της ιστορίας δεν θέλει πολλά περισσότερα από τις προοπτικές με τις οποίες στήνει την κάμερά της. Πώς κοιτάμε τους ήρωες όταν λένε την ιστορία τους ή την άποψή τους; Τι βλέπουμε; Τι ακούμε;
Με το φακό συνεχώς πάνω της, η Σάντρα Ούλερ («Τόνι Ερντμαν») δίνει πραγματικό ρεσιτάλ. Οχι βροντόφωνα. Αντιθέτως, πολύ μετρημένα, ισορροπημένα και αληθινά. Η ηρωίδα της δεν είναι συμπαθητική. Είναι αρκετά εγωίστρια, δυναμική, αναπολογητική για όσα έχει καταφέρει στη ζωή της και το πώς ρυθμίζει τις προτεραιότητές της. Θρηνεί, απελπίζεται, αλλά ταυτόχρονα υπερασπίζεται τον εαυτό της και τον γάμο της με έναν τρόπο πικρά ειλικρινή - παραδεχόμενη όλα τα τρωτά που μάς κάνουν ανθρώπους. Ο νατουραλισμός της σε μικρές, κλεφτές κινήσεις, τα βλέμματα και η δύναμη του λόγου της κάνουν τη Ούλερ να λάμπει, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της αφήγησης.
Η Τριέ αφήνει ανοιχτό τέλος κι αυτό ίσως αφήσει τον θεατή με την αίσθηση του ανικανοποίητου. Μία τόσο περίτεχνη σεναριακή προσέγγιση θα άξιζε ίσως μίας ωμής, σκοτεινής κάθαρσης. Κάτι που να αναγάγει αυτή την μελέτη της ανθρώπινης φύσης σε γροθιά στο στομάχι.
Δεν το κάνει. Ισως γιατί πάντα ένα ανοιχτό τέλος κρατάει και τον διάλογο ανοιχτό. Μας επιτρέπει χιλιάδες πτώσεις μέσα μας, κάθε φορά που σκεφτόμαστε και μία νέα λεπτομέρεια.