Ο Ζορζ και η Αν είναι παντρεμένοι όλοι τους τη ζωή: το κομμάτι της ζωής τους που είναι κοινή είναι μεγαλύτερο από εκείνο που έχουν ζήσει χώρια. Είναι μεγαλοαστοί, ζουν σ’ ένα υπέροχο σπίτι στο κέντρο του Παρισιού, γεμάτο βιβλία, δίσκους, ένα πιάνο, πίνακες, δείγματα μιας εσωτερικής καλλιέργειας και μιας αγάπης για το ωραίο. Διαβάζουν ακόμα τα καινούρια μυθιστορήματα, πηγαίνουν σε κονσέρτα, προσθέτουν αναμνήσεις στις μέρες τους. Γυρίζοντας ένα βράδυ στο σπίτι, κάποιος έχει αποπειραθεί να παραβιάσει την πόρτα τους. Η Αν κοιμάται ανήσυχα. Την επόμενη μέρα, η «εισβολή» έρχεται όχι από έξω, αλλά από πολύ μέσα: η Αν παθαίνει ένα εγκεφαλικό, αργότερα ένα ακόμα, η κατάστασή της χειροτερεύει διαρκώς και ο Ζορζ τη φροντίζει, όπως μόνο εκείνος ξέρει και μπορεί, σαν ένα μικρό, αδύναμο παιδί που χρειάζεται τη βοήθειά του, σα φρουρός και προστάτης της δικής τους ιστορίας.
Κλειστοί χώροι, απόλυτη εγγύτητα, σπαρακτική απώλεια, ησυχία. Ναι, αυτή είναι μια ταινία του Μίκαελ Χάνεκε. Αλλά λέγεται «Αγάπη».
Δυο άνθρωποι, κλεισμένοι στο δικό τους χώρο, το σπίτι τους και στο δικό τους κόσμο, τη ζωή ενός αγαπημένου ζευγαριού. Η κόρη τους (η Ιζαμπέλ Ιπέρ σ' ένα μικρό αλλά αριστοτεχνικά χτισμένο ρόλο), από μακριά, βλέπει και κρίνει με χαρακτηριστικό εγωισμό. Η οικονομική τους άνεση τους επιτρέπει να φέρνουν τον έξω κόσμο μέσα – τα ιατρικά μηχανήματα, τα ψώνια, τις μουσικές – για να συμπυκνώσουν το χρόνο τους μέσα στους τοίχους της καθημερινότητάς τους. Ο στρογγυλεμένος, προσεκτικός, κομψός λόγος τους καταρρέει όσο το σώμα καταβάλλεται, αλλά μέσα στο χάος της αδυναμίας, η επικοινωνία παραμένει ακριβής, μόνο για τους δυο τους.
Επικεντρώνοντας και πάλι στο αγαπημένο του θέμα του εγκλωβισμού, της εγκατάλειψης και της εισβολής, ο Χάνεκε κάνει αυτή τη φορά μια ταινία, οπωσδήποτε την ωριμότερή του ως τώρα, για την πιο μεγάλη απειλή, το θάνατο και για την πιο μεγάλη σωτηρία, τον έρωτα. Ξαναφέρνει στο προσκήνιο την Εμανουέλ Ριβά, του «Χιροσίμα Αγάπη μου», τη συντροφεύει με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν που δεν έχει χάσει τίποτα από το μεγαλειώδες ταλέντο του και κινηματογραφεί την επιτομή ενός ζευγαριού που αποδεικνύει την αγάπη του χωρίς λόγια, ούτε καν με πράξεις, παρά με την απόλυτη δυαδικότητα της ύπαρξής του.
Μέχρι πότε αυτό που ζεις είναι ζωή, πότε ξεκινά το σώμα και προδίδει την αξιοπρέπεια του νου; Οταν δεν μπορείς μόνος σου ν’ αποφασίσεις γι’αυτό, ελπίζεις κάποιος να σ’ αγαπά αρκετά για να το αποφασίσει για σένα. Γιατί όσο ο Ζορζ απομονώνει την Αν για να την περιποιηθεί μόνος αυτός, κι όσο απλουστεύει αλλά διατηρεί τους δικούς τους κώδικες, όσο αντί να πάνε σ’ ένα κονσέρτο τραγουδούν μαζί, με κόπο, συλλαβή – συλλαβή το «Sur le pont d’ Avignon», αυτό που παλεύει να κρατήσει στη ζωή δεν είναι η ανήμπορη γυναίκα του, αλλά η ζωντανή τους σχέση και η ανάμνηση των καλών τους στιγμών, του έρωτα και της ζωής που χτίσανε παρέα. Οπως και η απώλεια της Αν θα σημαίνει όχι το τέλος της τωρινής της κατάστασης, αλλά το χωρισμό τους από το παρελθόν, απ’ ό,τι όμορφο, πλούσιο και γελαστό έκαναν μαζί, κάθε στιγμή, για μια ολόκληρη ζωή, τώρα που αυτά απειλούνται από έναν εισβολέα στον οποίο κανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί.
Για έναν επιφανειακά ψυχρό και αποστασιοποιημένο σκηνοθέτη, ο Μίκαελ Χάνεκε, πολύ ήσυχα, με μικρές κινήσεις και απλές κουβέντες αποκαλύπτει μια μεγάλη, επώδυνη ζεστασιά μ’ αυτήν την ταινία, που ακόμα πιο σπαρακτικά, λέγεται «Αγάπη». Γιατί όσο στενόχωρο και αμοιβαία ταπεινωτικό είναι να φροντίζεις κάποιον που σταδιακά γίνεται ένας άλλος και, θέλοντας και μη, φεύγει από κοντά σου, τόσο ελπίζεις να σου δώσει κάποια στιγμή η ζωή σου την ευκαιρία να μοιραστείς με κάποιον μια τέτοια σχέση, όχι ανίκητη, αλλά ανυπέρβλητη.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε ο Μίκαελ Χάνεκε στο Flix.