Σαν να' ναι οι σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα, οι Σαμ και Τζόναθαν, δύο πλανόδιοι πωλητές που εμπορεύονται ασυνήθιστα «παιχνίδια», μας μεταφέρουν σε μια καλειδοσκοπική περιπλάνηση στο ανθρώπινο πεπρωμένο. Αλλά και την καθημερινότητά μας, μέσα απόστιγμές μικρές ή σπουδαίες, έναν θάνατο ή ένα φιλί και από πράξεις τραγικές ή αστείες. Ή συχνά και τα δύο μαζί
Οι ταινίες του Ρόι Αντερσον προσλαμβάνονται από τα μάτια, μα δεν αποκωδικοποιούνται από το μυαλό, δεν επικάθονται στο θυμικό, δεν ερεθίζουν το συναίσθημα. Αντίθετα μοιάζουν να διαπερνούν με σχεδόν μαγικό τρόπο τον θεατή για να βυθιστούν κάπου πολύ πιο εσωτερικά, σε κάτι που θα μπορούσε να είναι η ουσία μας και η οποία είναι στ΄αλήθεια υπερβολικά πολύπλοκη, μπερδεμένη και βαθιά για να μπορέσεις να την ορίσεις.
Το «Pigeon» δοκιμάζει να κάνει ακριβώς αυτό, το δηλώνει ξεκάθαρα από τους τίτλους της αρχής, αφού αυτοπροσδιορίζεται ως το κλείσιμο μιας τριλογίας (που ξεκίνησε με τα «Τραγούδια από τον Δεύτερο Οροφο» και συνεχίστηκε με το «Εμείς οι Ζωντανοί») για το τι «σημαίνει να είσαι άνθρωπος».
Αν αναζητάτε μια απάντηση μέσα στο φιλμ, μια απάντηση που θα μπορούσαμε εύκολα να βάλουμε σε λέξεις, τότε ο Αντερσον θα σας απογοητεύσει. Ομως η ταινία του, θα σας βοηθήσει να το νιώσετε, ή καλύτερα να ψηλαφίσετε αυτήν την τόσο απροσδιόριστη ποιότητα της ανθρωπιάς, πατώντας μέσα από τις μικρές ιστορίες που την συνθέτουν, σαν τα δάχτυλα ενός μεταφυσικού μαέστρου, τα πλήκτρα της ίδιας σας της ύπαρξής. Κι αυτό που θα ακούσει ο καθένας, με την διαίσθηση και το ένστικτό του, θα είναι κάτι τόσο προσωπικό και μοναδικό σαν το ψυχολογικό του αποτύπωμα.
Οπως όλες οι ταινίες του Αντερσον έτσι κι αυτή μοιάζει δύσκολο να περιγραφεί, ακόμη κι αν έχει κάτι σαν δυο κεντρικούς ήρωες, δυο περιπλανώμενους πωλητές φτηνών τρικ (δόντια βρικόλακα, μια σακούλα γέλια, μια μάσκα του «μονόδοντου θείου») θέλοντας σύμφωνα με τις δικές τους δηλώσεις, «να κάνουν τους ανθρώπους να διασκεδάσουν», ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν μοιάζουν να έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Εν τούτοις είναι οι χαρακτήρες που διατρέχουν τις περισσότερες από τις βινιέτες αυτού του φιλμ που όπως όλα του Άντερσον μοιάζει με μια συρραφή από ταμπλό βιβάν που ορίζονται από ένα χιούμορ του παραλόγου, από την δύναμη της συναισθηματικής αδράνειας κι από μια ανάλογη χρωματική παλέτα. Ολα μοιάζουν (και είναι) τεχνητά στις ταινίες του Αντερσον, εκτός από την αλήθεια που κατορθώνουν να καρφώνουν με την ακρίβεια βέλους εντός μας.
Σχεδόν για να δικαιολογήσει τον τίτλο του, το φιλμ ξεκινά με έναν άντρα που κοιτάζει προθήκες με βαλσαμωμένα ζώα σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας, σε μια από αυτές ένα περιστέρι σε ένα κλαδί και στη συνέχεια το φιλμ θα κάνει κάτι ανάλογο με τις ανθρώπινες ζωές. Ξεκινώντας από τον θάνατο, με τρεις σύντομες βινιέτες που ονομάζει «τρεις συναντήσεις με τον θάνατο» και που περιέχουν ακριβώς ότι υπόσχονται. Με όλη την ακατανόητη παραδοξότητα, την αίσθηση της ειρωνείας, της τραγωδίας και του αστείου που έχει η ζωή και ο θάνατος.
Κάπως έτσι θα κυλήσει και η συνέχεια, μέσα από μικρά «σκετς» που ποικίλουν σε μέγεθος αντίκτυπο και σε εύρος, από μικροσκοπικά στιγμιότυπα -μια μητέρα που γαργαλά το μωρό της στο πάρκο, ένα ζευγάρι που φιλιέται στην παραλία- μέχρι ιστορίες που μοιάζουν σχεδόν σαν ολόκληρες ταινίες: Η άφιξη του βασιλιά Καρόλου του 12ου της Σουηδίας σε ένα σύγχρονο μπαρ καθ΄οδόν προς τον πόλεμό του με τους Ρώσους κι αργότερα, η τσακισμένη του επιστροφή μετά την ήττα για να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα- θα είναι κατειλημμένη.
Και μέσα σε όλα αυτά, ως επωδός, μια σειρά από ανθρώπους να μιλάνε στο τηλέφωνο επαναλαμβάνοντας ο καθένας με την σειρά του την φράση «χαίρομαι που ακούω πως είσαι καλά», κάτι που ούτως ή άλλως δεν μοιάζει να σημαίνει τίποτα και που μετά από λίγο ακούγεται απλά αστείο, αν όχι θλιβερό.
Η τελευταία φορά που θα ακούσουμε αυτή τη φράση, θα είναι στo τελικό τμήμα της ταινίας με τον τίλο «Homo Sapiens», όπου μια επιστήμονας μιλά στο κινητό της ενώ ένας πίθηκος βασανίζεται στο εργαστήριό της. Για το καλό μας. Μια ακόμη πιο σκληρή και μαζί σουρεαλιστική σκηνή θα ακολουθήσει, μια σκηνή που φέρνει στο μυαλό τις χειρότερες πλευρές του ανθρώπου και της ευρωπαϊκής ιστορίας, όμως το φιλμ του Αντερσον δεν θέλει να κάνει απαραίτητα ένα πολιτικό σχόλιο, ακόμη κι αν ο ένας από τους βασικούς του ήρωες -που θα μπορούσε να ιδωθεί και σαν το alter ego του- λέει λίγο πριν το τέλος «είδα ένα όνειρο που θα μπορούσε να είναι αλήθεια. Είχα εμπλακεί σε κάτι αληθινά φρικτό για το οποίο κανείς ποτέ δεν ζήτησε συγνώμη. Ούτε καν εγώ».
Ο ίδιος ήρωας όμως, λίγο νωρίτερα, όσο ακούει ένα τραγούδι που δεν μπορεί να σταματήσει να παίζει ξανά και ξανά, το περιγράφει ως «τόσο όμορφο αλλά και τόσο φρικτά θλιμμένο». Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και για το φιλμ του Αντερσον. Το ίδιο θα μπορούσε να πει και για ολόκληρη την ζωή...
Διαβάστε ακόμη: Ο Ρόι Αντερσον ξέρει πως θα σταματήσουμε το τέλος του κόσμου!