Αν θα μπορούσαμε να εστιάσουμε ίσως στο πιο βασικό ελάττωμα των δυο προηγούμενων ταινιών του Κένεθ Μπράνα με τον Ηρακλή Πουαρό, αυτό θα ήταν η απόφασή του να μεταφέρει τις πιο αναγνωρίσιμες ιστορίες μυστηρίου της Αγκάθα Κρίστι. Οσο τίμιες κι αν ήταν, αν και σε στιγμές αρκετά άνισες και σε αυτόματο πιλότο σκηνοθετημένες, γεμάτες από τη φωτογένεια ενός λαμπερού καστ και τα εξαιρετικά σκηνικά τους, στο «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» και, πέντε χρόνια μετά, στο «Εγκλημα στον Νείλο», γνώριζες (ή έστω είχες ακούσει) εξ αρχής, ακόμα κι αν δεν έχεις διαβάσει τα βιβλία ή δεν έχεις δει τις προηγούμενες μεταφορές τους στην οθόνη, τη λύση του μυστηρίου.
Πόσο ενδιαφέρον λοιπόν σε αυτό το ιδιόμορφο Christie-verse του, ότι για την τρίτη περιπέτεια του διάσημου Βέλγου ντετέκτιβ, o Μπράνα αποφασίζει να μεταφέρει μια από τις πιο άγνωστες και, σύμφωνα με τους κριτικούς της εποχής, μια από τις χειρότερες ιστορίες της εμβληματικής αυτή συγγραφέως, το «Hallowe’en Party», δίνοντάς μας κάτι φρέσκο αλλά ταυτόχρονα αρκετά γνώριμο και τόσο αναπάντεχα διασκεδαστικό, αποδεικνύοντας περίτρανα πως είναι ο μεγαλύτερος fanboy της.
Ο θρυλικός ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ζει στην απόκοσμη, μεταπολεμική Βενετία. Ολα αλλάζουν όταν τον επισκέπτεται η Αριάδνη Ολιβερ, η πιο διάσημη συγγραφέας μυστηρίου, που ισχυρίζεται ότι έχει κάτι να μοιραστεί μαζί του και του υπόσχεται ότι δεν πρόκειται για έγκλημα. Ο Πουαρό παρασύρεται και συμμετέχει σε μία σεάνς με φόντο ένα παρηκμασμένο, στοιχειωμένο παλάτι που ανήκει στη διάσημη τραγουδίστρια όπερας, Ροουίνα Ντρέικ. Οταν ένας από τους συμμετέχοντες βρεθεί δολοφονημένος, όλοι θεωρούνται ύποπτοι και ο Βέλγος ντετέκτιβ βυθίζεται σε έναν νοσηρό κόσμο που κρύβει πολλά μυστικά.
Αυτό που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριμένη ιστορία της Κρίστι είναι στην ουσία μια ιστορία φαντασμάτων που, όπως συμβαίνει πάντα στις καλύτερες τέτοιου είδους ιστορίες, συνοδεύεται από έναν φόνο. Και ο Μπράνα προσεγγίζει την πλοκή ως ακριβώς αυτό, μια ταινία γοτθικού τρόμου με ισχυρές δόσεις μυστηρίου. Αλλά τα φαντάσματα τα οποία στοιχειώνουν (ή και όχι) το ατμοσφαιρικό palazzo της Βενετίας δεν είναι τα μόνα που βαραίνουν την ατμόσφαιρα της ταινίας.
Οι χαρακτήρες του, ακόμα και οι ίδιος ο Πουαρό, είναι στοιχειωμένοι από το δικό τους παρελθόν, τις δικές τους ανείπωτες αμαρτίες, τα ψυχικά τους τραύματα και τα δικά τους σκοτεινά μυστικά, κι όλα αυτά μέσα σε ένα σπίτι που έχει δει κι αυτό αρκετό θάνατο μέσα στα χρόνια. Είναι αυτά τα φαντάσματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του Μπράνα και προσπαθεί να τα αναδείξει από την αρχή της ταινίας, να τα βγάλει από τις σκοτεινές τους γωνίες και να τα αποδομήσει. Μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Χάρη Ζαμπαρλούκο (διαβάστε εδώ τη συνέντευξή του στο Flix για την προηγούμενη συνεργασία του με τον Κένεθ Μπράνα, το «Belfast»), φωτίζει τους πρωταγωνιστές του, το σπίτι, ακόμα και την ίδια τη Βενετία, με ένα απόκοσμο φως το οποίο, σε συνδυασμό με τα λοξά καδραρίσματά του (σήμα κατατεθέν του Μπράνα) και τα πολλά κοντινά πλάνα, δημιουργούν μια άβολη σε στιγμές, ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Για άλλη μια φορά ο Μπράνα εστιάζει στο ύφος και στην εικόνα της ταινίας με εξαιρετικά σκηνικά και καλομελετημένα κοστούμια, που μπορεί στις προηγούμενες ταινίες να επισκίαζαν την πλοκή και τους χαρακτήρες, εδώ όμως καταφέρνουν να δέσουν όλα μαζί αρμονικά.
Μέσα σε αυτά η πλοκή, η οποία έχει υποστεί αρκετές και κάποιες σημαντικές αλλαγές από την ιστορία της Κρίστι, τις οποίες δεν θα αποκαλύψουμε εδώ, το χιούμορ παραμένει κοφτό, ο ταξικός σχολιασμός της Αγκάθα Κρίστι είναι πανταχού παρών, ενώ αυτή τη φορά συνοδεύεται και με έναν meta σχολιασμό για τη σχέση ενός συγγραφέα με το δημιούργημά του – οι διάλογοι της Τίνα Φέι, ως μια συγγραφέας μυστηρίου (σαφώς μια περσόνα της Κρίστι) με τον Πουαρό του Μπράνα είναι εύστοχοι και γεμάτοι εξυπνάδα και μπρίο.
Παρόλο που τα πάντα οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, για άλλη μια φορά σε μια συνάντηση των υπόπτων σε ένα μεγάλο δωμάτιο για τη μεγάλη αποκάλυψη, ο Μπράνα με το «Μυστήριο στη Βενετία» πετυχαίνει να δώσει σε αυτό το whodunnit μια αριστοκρατική βενετσιάνικη πολυτέλεια αλλά και μια γοτθική παιχνιδιάρική διάθεση που όχι μόνο διασκεδάζει αλλά και συναρπάζει ταυτόχρονα.