Νέα Υόρκη, 1998. Στον κυνικό ερευνητή δημοσιογράφο του Esquire Λόιντ Βόγκελ (βραβευμένο για τα πορτρέτα που έχει κάνει πάνω σ' έναν βιαστή κι έναν γιατρό παράνομων αμβλώσεων) ανατίθεται να γράψει ένα κομμάτι για τον «Κο Ρότζερς», τον τηλεοπτικό «Παραμυθά» της Αμερικής, που, από το 1968 έως το 2001, είχε την παιδική τηλεοπτική εκπομπή «Mister Rogers' Neighborhood». Οικοδεσπότης, μουσικός, μαριονετίστας (Πρεσβυτεριανός ιερέας επίσης) χρησιμοποιούσε όλα τα ταλέντα του για να συνομιλήσει με τα παιδιά στο σπίτι. Οχι απλώς να τα ψυχαγωγήσει, αλλά να τα καθοδηγήσει, μέσω των ιστοριών, των τραγουδιών και των παραμυθιών του, προς την ενηλικίωσή τους. Επώδυνα θέματα όπως ο φόβος, το bullying, το διαζύγιο των γονιών, η οργή, η ζήλια, η αρρώστια περνούσαν μέσα από το φίλτρο της πραότητάς του, του μειλίχιου χαμόγελού του και η καθησυχαστική φωνή του διείσδυε στα αμερικανικά σπίτια και τις καρδιές των παιδιών σαν βάλσαμο. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με τον «Κο Ρότζερς».
Ποιος όμως ήταν πραγματικά ο Φρεντ Ρότζερς; Αυτό ήταν άξονας του άρθρου του Λόιντ Βόγκελ όταν έμπαινε στο τηλεοπτικό στούντιο στο Πίτσμπουργκ. Ο «Κος Ρότζερς» ήταν μια τηλεοπτική περσόνα, αλλά τι κρυβόταν πίσω από όλη αυτή τη γλυκερή μάσκα καλοσύνης; Κάτω από το φωτοστέφανό του; Θα το ανακάλυπτε σ' ένα exposé που θα είχε την υπογραφή του. «Μην μου καταστρέψεις την παιδική μου ηλικία, σε παρακαλώ» του είχε πει η γυναίκα του, κρατώντας το λίγων μηνών γιο τους και γνωρίζοντας τι ήταν στο μυαλό του άντρα της. Γνωρίζοντας και τι ήταν στην καρδιά του. Ακριβώς εκείνη την περίοδο, ο επί χρόνια εξαφανισμένος πατέρας του (αλκοολικός και γυναικάς είχε παρατήσει την οικογένειά του όταν αρρώστησε η μητέρα τους από καρκίνο), είχε επιστρέψει στη ζωή του και ζητούσε μια δεύτερη ευκαιρία. Η οργή του προδομένου αγοριού που εγκαταλείφθηκε και φρόντισε μόνος τη μαμά του, μέχρι εκείνη να σβήσει, είναι κάτι που κουβαλάει ο Λόιντ στις αποσκευές του - κι όχι μόνο για το Πίτσμπουργκ. Αυτός ο πόνος τον οδηγεί, αυτός ο θυμός βρήκε διέξοδο στο γράψιμο. Αυτό το ενήλικο τραυματισμένο παιδάκι μπαίνει στο στούντιο του Κου Ρότζερς εκείνη τη μέρα.
Αν κάνει κάτι μαεστρικά η Μάριελ Χέλερ (η οποία έχει αποδείξει πώς πλησιάζει τις ιστορίες ανθρώπινης ήττας, εξιλέωσης και επούλωσης από τα «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;» και «The Diary of a Teenage Girl») είναι αυτό. Βάζει έναν σκεπτικιστή, είρωνα, πολυβραβευμένο δημοσιογράφο (ο Λόιντ είναι βασισμένος στον πραγματικό Τομ Τζουνό του Esquire, ο οποίος έγραψε το άρθρο «Can You Say . . . Hero?» για τον Φρεντ Ρότζερς), ένα σύζυγο και πατέρα, να μπαίνει στο σύμπαν του τηλεοπτικού παιδαγωγού και μπροστά στα μάτια μας, σταδιακά κι επώδυνα, να παίρνει τα ηνία ο θυμωμένος μικρός του εαυτός. Κι αν κάποιος ξέρει τι να κάνει με αυτό το θυμό είναι ο Κος Ρότζερς.
Ποιος όμως ήταν πραγματικά ο Φρεντ Ρότζερς; Η Χέλερ ξεγελά και τον ήρωά της κι εμάς: δεν την ενδιαφέρει. Τον χρησιμοποιεί ως σύμβολο. Περισσότερο τη νοιάζει ο αντικατοπτρισμός. Οταν εσύ έρθεις αντιμέτωπος με ωμή καλοσύνη πώς αντιδράς; Η αμέριστη προσοχή του άλλου, η χωρίς φίλτρο ερώτηση του «αν είσαι καλά», η διαπεραστική ενσυναίσθησή του τι σου δημιουργεί; Αιφνιδιασμό; Αμηχανία; Καχυποψία; Εκνευρισμό; Δεν μπορεί, ο «Κος Ρότζερς» είναι σίγουρα απατεώνας γιατί... Ο,τι συμπληρώνει ο καθένας ενδιαφέρει τη Χέλερ. Το τηλεοπτικό στούντιο (στο οποίο, ακόμα και σε σκηνές κινηματογραφικού στιλ και συμβολισμού, χάνεται στους εφιάλτες/παραισθήσεις του ο «γίγαντας» Λόιντ) είναι μια παγίδα. Μπαίνουμε όλοι μέσα και μάς κλειδώνει εκεί. Απέναντι σ' έναν τύπο που τραγουδά χαμογελαστά ότι θέλει να γίνει «ο γείτονάς μας» και εμείς αντιστεκόμαστε με όλη μας τη δύναμη γιατί δεν μεγαλώσαμε σε εποχές γειτονίας.
Μπορεί ο Τομ Χανκς να βρίσκεται στην αφίσα της ταινίας, όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι ο Μάθιου Ρις. Τα εκφραστικά του μέσα έχουν μία αρρενωπή φυσική δύναμη κι ο κυνικός ενήλικας του βγαίνει αβίαστα. Το δύσκολο κομμάτι ήταν να τον θρυμματίσει μπροστά μας, χωρίς να το παρακάνει. Με κλεμμένες στιγμές και χαμένα βλέμματα και πνιχτά φωνήεντα που μπλέκουν στο λαιμό. Ο Ρις εκφράζει το πώς η ενήλικη οργή είναι στην ουσία ένα αφρόντιστο παιδικό παράπονο με τις αμηχανίες του. Με τις σιωπές του. Δεν μιλά στον πατέρα του, δεν μπορεί να ανοιχτεί στη γυναίκα του, δεν ξέρει τι να απαντήσει στον «Κο Ρότζερς», κρατά αγκαλιά το μωρό του με αδιόρατο, βουβό πανικό. Υπάρχει μια συγκεκριμμένη σκοτεινιά που κουβαλούν τα παιδιά που αναγκάστηκαν να γίνουν κηδεμόνες των γονιών τους. Κι ο Ρις της επιτρέπει να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, σαν να περνούν σύννεφα μέσα από τα μάτια του και τα κυνικά του χαμόγελα.
Απέναντί του, δίπλα του, έχει τον Τομ Χανκς. Ο οποίος θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα της μίμησης, αλλά δεν το κάνει. Παρόλο που αποτυπώνει εύστοχα τον τόνο και τη σωματική πραότητα του Ρότζερς, δεν αναλώνεται σε αυτά. Ούτε εφησυχάζεται στο ότι κουβαλά και προσωπικά τη στάμπα του καλού παιδιού του Χόλιγουντ. Οχι, ο Χανκς μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο. Η προσωπική του αύρα κι ενέργεια είναι εξωστρέφειας, loud επικοινωνίας, αυτοπεποίθησης. Ο «Κος Ρότζερς» του όμως είναι εσωστρεφής, οριακά ντροπαλός, βαθιά μελαγχολικός, κατεβάζει τους τόνους, ακούει. Ο Χανκς τον ερμηνεύει επίτηδες λίγο ως εξωγήινο, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι έτσι φαντάζει σε εμάς η καλοσύνη. Μάς δουλεύει; Διπλοί αντικατοπτρισμοί του σε τζαμαρίες και καθρέπτες, το πρόσωπό του αγέλαστο σε στιγμές που αν ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου τις έχασες, η έκφρασή του όταν κινεί τις μαριονέτες αλλά δεν πιάνουν τον ίδιο οι κάμερες, η στιγμιαία οργή του στα πλήκτρα του πιάνου του. Η Χέλερ τον στήνει έξυπνα κι εκείνος περπατά αριστοτεχνικά το τεντωμένο σχοινί μεταξύ περσόνας και ανθρώπου, τηλεοπτικής πλάνης και πραγματικότητας, παιδικότητας και ενήλικης αντίληψης.
Σε μία κομβική στιγμή, μέσα σε απόλυτη αμηχανία, όσο τρώνε πρωινό σ' ένα νεοϋορκέζικο diner, ο Κος Ρότζερς ζητά από τον Λόιντ να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή για «όσους μάς μεγάλωσαν και μάς έκαναν αυτό που είμαστε». Ο Λόιντ δεν πιστεύει τι άκουσε, εμείς δεν πιστεύουμε τι κινηματογραφικά βλέπουμε, οι πελάτες από τα δίπλα τραπέζια δεν πιστεύουν τι συμβαίνει. Κι όμως η Χέλερ καταφέρνει, με αυτό τον μαγικό δικό της τρόπο που το σκηνοθετικό της χάδι φλερτάρει με το καθαρόαιμο συναίσθημα και ταυτόχρονα τινάζει το μελό από τους ώμους της, να συγκινήσει. Ο Λόιντ παραδίδεται, οι θαμώνες του diner σιωπούν κι εκείνοι, ο Χανκς απλώς κρατά με αυτοπεποίθηση την αμετακίνητη παύση, σηκώνει το βλέμμα και κοιτά κατευθείαν στο φακό. Τον άπιστο Λόιντ, ή ένα κινηματογραφικό κοινό άπιστων.
Γιατί, ποιος είσαι πραγματικά Φρεντ Ρότζερς; Δεν μάθαμε. Και συνειδητοποιήσαμε τελικά ότι δεν μας αφορά και καθόλου. Το αληθινό σοκ του κινηματογραφικού exposé της Χέλερ δεν ήταν η αποκαθήλωση ενός αγίου. Αλλά η ολόψυχή μας παραδοχή ότι ακόμα κι αν η καλοσύνη των ξένων δεν ήταν πραγματική, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Και, τουλάχιστον στο σινεμά, το πετυχαίνουμε.