Η Λι Ισραελ (1939-2014), φημισμένη Αμερικανή βιογράφος που μεσουράνησε τη δεκαετία του ’70 καταγράφοντας ζωές διασήμων όπως των ηθοποιών Κάθριν Χέπμπορν και Ταλούλα Μπάνκχεντ ή της τηλεπαρουσιάστριας Ντόροθι Κιλγκάλεν, είχε ήδη πιάσει πάτο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μετά το εμπορικό και καλλιτεχνικό φιάσκο της πρώτης ανεπίσημης βιογραφίας που αποπειράθηκε να γράψει για την Εστέ Λόντερ, έκδοση που συνέπεσε με -και συνετρίβη από- την επίσημη αυτοβιογραφία της ίδιας της μεγιστάνα των καλλυντικών.

Η ταινία της Μάριελ Χέλερ, βασισμένη στο ομώνυμο βιωματικό χρονικό που αποκάλυψε η Ισραελ το 2008 πριν ξαναμπεί στις λίστες των μπεστ σέλερ, βρίσκει την συγγραφέα το 1991, σε πλήρη παρακμή. Αλκοολική και πικρόχολη, έχει μόλις χάσει τη δουλειά της ως διορθώτρια σε ένα εκδοτικό γραφείο. Υποτίθεται πως ετοιμάζει μια βιογραφία της Φάνι Μπράις, αλλά δεν έχει γράψει ούτε λέξη ακόμα. Η ατζέντης της, όταν δεν την αποφεύγει, αρνείται να στηρίξει τα ντεμοντέ κι αχρείαστα σχέδιά της. Χρωστάει τρεις μήνες ενοίκιο, και άλλα τόσα στο κτηνιατρείο της γειτονιάς για την τακτική φροντίδα της γέρικης γάτας της, της μόνης συντρόφου της πέραν του ουίσκι και συνυπεύθυνης για το αχούρι που αποκαλεί διαμέρισμά της.

Μέχρι που βάζει ενέχυρο μια από τις αυθεντικές επιστολές της Μπράις σε έναν θαυμαστή της, τις οποίες βρήκε μέσα σε ένα βιβλίο που δανείστηκε για την έρευνά της. Κάτι πιάνει το γράμμα, κάποια έξοδα καλύπτει. Σε μια δεύτερη επιστολή, η Λι αποφασίζει να προσθέσει ένα υστερόγραφο στο ύφος της Μπράις και να πλαστογραφήσει τη τζίφρα της. Το πουλά κι αυτό, για ακόμα περισσότερα. Και γλυκαίνεται. Σε λίγο καιρό, το διαμέρισμά της γεμίζει κιτρινισμένα επιστολόχαρτα, παλιά μελάνια, ρετρό γραφομηχανές. Μπίζνα κανονική. Γράμματα που επινοεί τώρα η ίδια από το μηδέν. Ξακουστών συγγραφέων όπως της Ντόροθι Πάρκερ ή του Νόελ Κάουαρντ. Και τα πουλά σε συλλέκτες λέγοντας πως ανήκαν στον ξάδελφό της.

Κάποια στιγμή, πληροφορείται από έναν καχύποπτο βιβλιοπώλη πως το όνομά της έχει μπει σε μαύρη λίστα. Και επιστρατεύει για το αλισβερίσι τον Τζακ, έναν ξεπεσμένο Βρετανό δανδή που είχε κάποτε γνωρίσει σε μια λογοτεχνική εκδήλωση και τώρα συναναστρέφεται στενά. Πότης και ομοφυλόφιλος όπως κι εκείνη, ο πνευματώδης και καλαμπουρτζής Τζακ αποδείχνεται το μόνο άτομο με το οποίο μπορεί να συνεννοηθεί η αποξενωμένη μέχρι μισανθρωπίας Λι. Αναλαμβάνει λοιπόν εκείνος την εμπορία των πλαστών γραμμάτων. Και τα διακινεί λέγοντας πως ανήκαν στη μακαρίτισσα γιαγιά του.

Φυσικά, είναι ζήτημα χρόνου μέχρι αμφότεροι να εντοπιστούν από τις Αρχές. Ομως το θέμα του προτεινόμενου για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου των Νικόλ Χολοφσένερ και Τζεφ Γουίτι δεν είναι ούτε αν θα εντοπιστούν, ούτε πώς ή πότε. Είναι η απόγνωση του καλλιτέχνη σε καιρούς που επιτάσσουν τη δημιουργία και τη δημοσιοποίηση μιας «περσόνας», ανεξάρτητα αν αυτή αντιπροσωπεύει μια γνήσια ταυτότητα. Είναι η εύρεση της αυθεντικής σου φωνής μέσα από τα δάνεια, τις επιρροές και τη «μίμηση» των άλλων –όπως σε έναν βαθμό και στην stand-up comedy, την οποία υπηρέτησε επί χρόνια η πρωταγωνίστρια Μελίσα ΜακΚάρθι. Είναι, ακόμη, και η δική μας, συλλογική εμμονή με την ιδέα του σελέμπριτι (και ο, τι παράγει) που τροφοδοτεί μόνιμα αυτή την παραμυθία και την (αυτ-)απάτη.

Η δευτεροεμφανιζόμενη Χέλερ («Το Ημερολόγιο Μιας Έφηβης») αναδεικνύει τούτα τα θέματα μέσα από μια αφήγηση εντελώς γραμμική, όμως με τρόπο άκρως διακριτικό. Και ουδέποτε εκβιαστικό ή απολογητικό, όπως άλλωστε και τα ακέραια μέσα στην απελπισία τους υποκείμενά της, που εμψυχώνουν με ταιριαστή φυσικότητα και χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας η ΜακΚάρθι, σε μια δραματική ερμηνεία-αποκάλυψη, και ο αναγεννημένος θαρρείς Ρίτσαρντ Ι. Γκραντ, σε μια σύνθεση που φέρνει στον νου τη ρεμπελιά του «Ο Φίλος μου κι Εγώ», του θρυλικού φιλμ που τον ανέδειξε το 1987.