Συνέντευξη

Τζέιμς Μαρς, Αντρεα Ράισμπορο: παρτενέρ στο «Χορό των Κατασκόπων»

of 10

Ο βραβευμένος με Οσκαρ σκηνοθέτης του «Man on Wire» και μια από τις πιο συναρπαστικές νέες ηθοποιούς της Βρετανίας, δοκιμάζουν να κάνουν μια διαφορετική ταινία για το «ιρλανδικό πρόβλημα»: «Οχι ένα φιλμ για την πολιτική, αλλά για τους ανθρώπους», όπως εξηγούσαν στο Flix, λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ του Sundance.

Τζέιμς Μαρς, Αντρεα Ράισμπορο: παρτενέρ στο «Χορό των Κατασκόπων»

Ο Τζέιμς Μάρς είναι περισσότερο γνωστός για τα αριστουργηματικά ντοκιμαντέρ του: To στοιχειωμένα γοτθικό «Wisconsin Death Trip», το μελαγχολικό θρίλερ του «Man on a Wire», το γεμάτο ερωτήματα για το τι μας κάνει ανθρώπους «Project Nim». O «Χορός των Κατασκόπων» είναι η δεύτερη μόλις ταινία μυθοπλασίας του μετά το σκοτεινό, ιδιοσυνκρασιακό «Βασιλιά» που γύρισε το 2005, με τον Γκελ Γκαρσία Μπερνάλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Αντρεα Ράισμπορο κέρδισε τον θαυμασμό κοινού και κριτικών στη σκηνή, τα βλέμματά μας στην οθόνη μέσα από ρόλους σε φιλμ όπως το «Μη Μ' Αφήσεις Ποτέ», ή το «Brighton Rock» και περισσότερη αναγνωρισιμότητα απ όση ίσως θα ήθελε χάρη στον ρόλο της ως .... Σίμπσον στο «W.E.» της Μαντόνα.

Σύμφωνα με τον Μαρς, ήταν η πρώτη ηθοποιός που σκέφτηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην νέα του ταινία, κάτι που μοιάζει απόλυτα δικαιολογημένο βλέποντάς την στην οθόνη. Στον ρόλο μιας νεαρής γυναίκας που συλλαμβάνεται από τις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες με μια βόμβα στον υπόγειο του Λονδίνου και της δίνεται η επιλογή 25 χρόνων στη φυλακή ή η επιστροφή στο σπίτι της στο Μπέλφαστ με την ιδιότητα του πληροφοριοδότη, η Ράισμπορο είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Γεμάτη εύθραυστη δύναμη και βουβή απόγνωση στέκεται με θάρρος διπλά στον συμπρωταγωνιστή της Κλάιβ Οουεν και κρατά την ταινία με σταθερότητα στους λεπτεπίλεπτους ώμους της.

Χάρη στην ερμηνεία της και στην ιδιαίτερη ματιά του Μαρς που δεν ενδιαφέρεται καθόλου να κάνει ένα τυπικό πολιτικό θρίλερ, το φιλμ χτίζει την υπόκωφα συναρπαστική του ατμόσφαιρα και κοιτάζει με διαφορετική ματιά, μια ιστορία που μοιάζει γνώριμη.

Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και την πρωταγωνίστρια του τον περασμένο Φεβρουάριο στο φεστιβάλ του Sundance και συνομιλήσαμε σε ουδέτερο έδαφος για την ταινία και την ιστορία της, που εξακολουθεί να παραμένει επίμονα επώδυνη στις ακτές των βρετανικών νήσων.

1

Πως καταλήξατε να κάνετε αυτή την ταινία; Διάβαζα πως αρχικά ήσασταν μάλλον διστακτικός στην ιδέα να κάνετε μια ένα φιλμ για τον ΙRΑ.

Τζέιμς Μαρς: Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα. Οταν πήρα το σενάριο στα χέρια μου, αρχικά δεν ήθελα καν να το διαβάσω, γιατί τα «troubles» [όπως αποκαλούνται οι συγκρούσεις στην Βόρεια Ιρλανδία] υπήρξαν μια εξοντωτική σύγκρουση που όχι μόνο καθόρισε τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων στην Βόρεια Ιρλανδία, αλλά που είχε κι έναν αντίστοιχο αντίκτυπο στις ζωές πολλών ανθρώπων στη μεγάλη Βρετανία. Οταν τελικά ξεπέρασα τους δισταγμούς μου και διάβασα την πρώτη σελίδα, με συνάρπασε η βασική ιδέα της ιστορίας που δεν έχει να κάνει με την πολιτική, αλλά με την ανθρώπινη φύση. Το σενάριο δεν αφορά σε κανενός είδους εμμονή με το Ιρλανδικό πρόβλημα, αλλά στην ιστορία μιας γυναίκας, και στην απάνθρωπη συμφωνία που αναγκάζεται να κάνει. Κι έχει να κάνει με μια σύγκρουση στο εσωτερικό μιας οικογένειας, η οποία νομίζω ότι μπορεί να αποκτήσει μια πιο συμβολική υφή να αντικατοπτρίσει κάτι από την μεγαλύτερη εικόνα αυτής της σύγκρουσης.

Το φιλμ είναι βασισμένο στο βιβλίο του Τομ Μπράντμπι, τηλεοπτικού ανταποκριτή στην Βόρεια Ιρλανδία. Είχε σημασία για εσάς να χρησιμοποιήσετε την αλήθεια ως βάση, έστω και σε μια ιστορία που δεν είναι «βασισμένη σε αληθινά γεγονότα»;

Τζέιμς Μαρς: Στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποιήσαμε πολλά πράγματα από βιβλίο του Τομ. Παρ ότι ξέρει πολύ καλά για το τι μιλάει, και η βιωματική αλήθεια της εμπειρίας του από το μέρος και την εποχή είναι εκεί στις σελίδες του, ομολογώ ότι δεν το τελείωσα ποτέ, παρ΄ότι ξεκίνησα να το διαβάζω στην προετοιμασία της ταινίας. Οχι γιατί δεν είναι καλό, αλλά γιατί δεν το ένοιωθα χρήσιμο στην ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Το σενάριο μας προέκυψε αφαιρώντας σημαντικά κομμάτια του βιβλίου, αλλάζοντας πολλά σημεία του, μεταμορφώνοντας το σε κάτι διαφορετικό. Ασφαλώς ερεύνησα πολύ την ιστορία, μελέτησα μια σειρά από πηγές και διάβασα άλλα βιβλία για την ιστορία των συγκρούσεων και η Αντρεα [Ράισμπορο] έκανε την δική της έρευνα όχι μόνο ιστορικά αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Ομως το βιβλίο του Μπράντμπι δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για το είδος της ταινίας που θέλαμε να κάνουμε.

Υπάρχουν πολλές ταινίες για το ιρλανδικό πρόβλημα. Αλλά δεν υπάρχει μια ταινία που να ορίζει αυτή την ιστορία. Φιλοδοξούσατε να κάνετε κάτι τέτοιο;

Τζέιμς Μαρς: Δεν νομίζω ότι μια τέτοια ταινία μπορεί να γίνει. Μια σύγκρουση σαν αυτή έχει τόσες διαστάσεις, διαφορετικές οπτικές γωνίες από την οποία μπορείς να την προσεγγίσεις. Το «Bloody Sunday» του Πολ Γκρίνγκρας είναι μια εξαιρετική ταινία που παίρνει ένα κομβικό γεγονός στην πρόσφατη ιστορία των συγκρούσεων και σου δείχνει πως συνέβησαν τα γεγονότα. Αλλά κι αυτή η ταινία είναι ένα στιγμιότυπο, ένα σημείο, μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας. Οσο για την δική μας ταινία, δεν θελήσαμε στιγμή να κάνουμε ένα χρονολόγιο, ή να μιλήσουμε για τις αιτίες της σύγκρουσης. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δεν συμπεριλάβαμε στο φιλμ, απλά και μόνο γιατί δεν αφορούσαν την ιστορία που θέλαμε να αφηγηθούμε. Ηταν μια επιλογή μας, μια συνειδητή απόφαση στην προσπάθεια μας να κάνουμε μια εσωτερική ταινία κι όχι ένα ιστορικό ή πολιτικό φιλμ.

Και η δική σας οπτική γωνία πάνω στο πρόβλημα; Πόσο ρόλο έπαιξε στην επιλογή σας να κάνετε την ταινία; Ή στον τρόπο που την κάνατε;

Τζέιμς Μαρς: Σίγουρα χρειάστηκε να αναρωτηθώ αν έχω το δικαίωμα να κάνω αυτό το φιλμ. Ή αν ήταν πολύ νωρίς για να γίνει μια ταινία σαν αυτή. Αλλά ένιωθα ότι προσπαθούμε να δείξουμε κάτι αληθινό για τους ανθρώπους που βρίσκονταν σε εκείνη την θέση, αντί να δοκιμάσουμε να αναμετρηθούμε με την μπερδεμένη φύση μιας σύγκρουσης που πηγαίνει πίσω χίλια χρόνια και στην σύγχρονη μορφή της σίγουρα στην δεκαετία του 1920. Υπάρχουν τόσοι τρόποι να προσεγγίσεις μια σύγκρουση σαν αυτή, αλλά ήταν από την αρχή απόφασή μας να κρατήσουμε την συγκεκριμένη οπτική: Να μιλήσουμε για την ανθρώπινη συμπεριφορά κάτω από συνθήκες σαν αυτές, κι όχι για τις συνθήκες αυτές κάθε αυτές.

Αντρεα Ράισμπορο: Για μένα είναι ξεκάθαρο πως αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι η βασική ιστορία του φιλμ. Είναι το γεγονός ότι κοιτάζουμε κάτι για το οποίο λίγο πολλοί όλοι έχουμε μια γνώμη, από μια διαφορετική οπτική. Από την οπτική γωνία μιας ηρωίδας που δεν έχει καμιά γνώση για το τι συμβαίνει στα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής πυραμίδας, πως παίρνονται αποφάσεις που την αφορούν άμεσα, από ανθρώπους που ελέγχουν τι συμβαίνει στους δρόμους. Στους δρόμους που αυτή ζει και κινδυνεύει. Νιώθαμε από την αρχή πως αυτή η μικρού βεληνεκούς ιστορία μιας μητέρας που προσπαθεί να επιβιώσει σε αυτές τις γειτονιές κι αυτούς τους δρόμους, αφορά σε μια πολύ μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων και απεικονίζει ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας. Μιας ιστορίας που αν θέλαμε να την πούμε στην ολότητά της θα έπρεπε να την αφηγηθούμε σε μια σειρά από ιστορίες που δεν έχουν στ΄αλήθεια τέλος. Κυριολεκτικά.

Ανησυχείτε για το πως θα γίνει δεκτή η ταινία στη Βόρεια Ιρλανδία;

Αντρεα Ράισμπορο: Ασφαλώς!

Τζέιμς Μαρς: θα ήταν ανόητο να μην ανησυχούμε. Αλλά νομίζω ότι οι προθέσεις μας είναι έντιμες, αρκετοί από τους ηθοποιούς μας προέρχονται από το περιβάλλον που περιγράφει το φιλμ και το γεγονός ότι ήταν απόλυτα εντάξει με τον τρόπο που προσεγγίσαμε την ιστορία, μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν θα υπάρχουν αντιρρήσεις. Αλλά είμαι ανοιχτός στην κρίση του καθενός που θα δει το φιλμ. Είμαι απλά κινηματογραφιστής, κάποιος που αφηγείται ιστορίες κι όχι ιεροκήρυκας ή κάποιος που έχει το αλάθητο. Και ναι είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα υπάρξουν διαφορετικές απόψεις, είναι κάτι αναμενόμενο σε μια τόσο μπερδεμένη ιστορία. Και η ταινία που κάναμε δεν είναι μια Χολιγουντιανή ταινία, δεν είναι ένα καρτούν.

Αντρεα Ράισμπορο: Και κατά κάποιο τρόπο η ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας είχε μεταμορφωθεί για χρόνια σε κάτι σαν μια πολιτική καρικατούρα, μια επώδυνη γελοιογραφία που έδινε μια τελείως λάθος εικόνα μιας μερίδας ενός ολόκληρου λαού.

Τζέιμς Μαρς: Ακριβώς. Για χρόνια, σε ολόκληρη την δεκαετία του 90, δεν μπορούσες να ακούσεις στην βρετανική τηλεόραση τη φωνή οποιουδήποτε εκπρόσωπου των προτεσταντών. Υπήρχε αυτός ο εξωφρενικός νόμος που ανάγκαζε τα κανάλια να αντικαθιστούν τις φωνές τους με αυτές των παρουσιαστών, ή των ρεπόρτερ κάτι που μετέτρεπε την ίδια την παρουσία τους σε κάτι παράξενο, τους απέκοπτε από την ίδια τους την πραγματικότητα.

1

Ο ρόλος της κεντρικής ηρωίδας είναι μάλλον ακανθώδης και σίγουρα δύσκολος. Με ποιόν τρόπο την προσεγγίσατε;

Αντρεα Ράισμπορο: Προσπάθησα να απορροφήσω όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα, με την καρδιά μου όσο πιο ανοιχτή γινόταν. Νομίζω ότι αυτό περιγράφει με την μεγαλύτερη σαφήνεια που μπορώ να έχω, την διαδικασία στην οποία μπήκα για να την κατανοήσω.

Είστε περισσότερο γνωστός για τα ντοκιμαντέρ σας. Πόσο πιο δύσκολο, ή πιο εύκολο, πόσο πιο ενδιαφέρον ή διαφορετικό είναι να σκηνοθετείτε μια ταινία μυθοπλασίας; Το να έχετε να κάνετε με ηθοποιούς σε αντίθεση με «αληθινούς ανθρώπους»;

Τζέιμς Μαρς: Τελικά δεν έχει τόση διαφορά κι αυτό είναι κάτι που είχα καταλάβει από πολύ νωρίς. Οταν κάνεις ένα ντοκιμαντέρ, αυτό που προσπαθείς να κάνεις, είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των ανθρώπων τους οποίους κινηματογραφείς, κάτι που κρατάει καιρό και μπορεί να είναι αληθινά κουραστικό. Περίπου το ίδιο συμβαίνει κι όταν δουλεύω με τους ηθοποιούς, ίσως γιατί δεν ξέρω να μιλώ την γλώσσα τους, οπότε αυτό που κάνω πάντα, είναι να προσπαθώ να τους κάνω να νιώθουν άνετα, να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους, να κάνω τις συνθήκες όσο το δυνατόν πιο εύκολες. Αυτή ειναι η δική μου μέθοδος. Και λίγο πολύ είναι κοινή και στα ντοκιμαντέρ και στις ταινίες μυθοπλασίας μου...

Αναφερθήκατε νωρίτερα στο «Bloody Sunday», μια ταινία σας βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό αισθητικό μήκος κύματος. Ο «Χορός των Κατασκόπων» αφηγείται μια αναμφίβολα τεταμένη ιστορία, αλά με πολύ ψύχραιμο τρόπο και μια στιλιζαρισμένη ματιά. Πως οδηγηθήκατε σε αυτή την επιλογή;

Τζέιμς Μαρς: Βρίσκω τον βρετανικό ρεαλισμό ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό ρεύμα, αλλά ένιωθα ότι αυτή η ταινία έπρεπε να ειπωθεί με ένα πιο κλασσικό στιλ. Είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα ψυχολογική πλευρά στην καρδιά του φιλμ, οπότε ξέραμε ότι πρέπει να είναι πιο κομψό, πιο ακριβές και στιλιζαρισμένο κι όχι «ωμο», γυρισμένο με κάμερα στο χέρι. Η αισθητική του γλώσσα ήρθε από το υλικό, από τις ιδέες που περιέχει και που έχουν να κάνουν με την πίεση, τον έλεγχο, την ασφυξία.

Αντρεα Ράισμπορο: Κι αυτή η επιλογή, νομίζω ότι βοηθάει να φανεί η εύθραυστη φύση των σχέσεων και των ηρώων, η αγάπη η πίστη του ενός προς τον άλλο, ακόμη κι αν βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια αδιέξοδη κατάσταση. Και σε αντίθεση με ταινίες σαν το «Bloody Sunday» όσο σπουδαίες, έντονες, δυνατές και να είναι, αυτό εδώ το φιλμ, σου δείχνει κάτι διαφορετικό: Τι γίνεται πίσω από τους τοίχους ενός σπιτιού; Πως συνεχίζεις τη ζωή σου; Ποιόν τρόπο βρίσκεις να συνεχίζεις, όταν οι συνθήκες είναι τόσο αδιέξοδες κι όλα βρίσκονται εναντίον σου;

Διαβάστε την κριτική του Flix για την ταινια εδώ.