Η Κολέτ ΜακΒέι, είναι μια μητέρα μόνη, που ζει στο Μπέλφαστ με τη μητέρα και τα αδέρφια της, σκληροπυρηνικά μέλη του IRA. Oταν θα συλληφθεί για απόπειρα βομβιστικής επίθεσης στο Λονδίνο, ένας αξιωματικός της MI5, θα της δώσει μια επιλογή: να χάσει τα πάντα και να καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, ή να λειτουργήσει ως κατάσκοπος για εκείνους. Με τη ζωή του γιού της στα χέρια της, επιλέγει να επιστρέψει στην οικογένεια της, αλλά θα δημιουργήσει υποψίες, όταν μια μυστική επιχείρηση του αδερφού της θα πέσει σε ενέδρα, και θα βάλει την ίδια και όλη την οικογένεια της σε εξαιρετικό κίνδυνο.
Το «πρόβλημα» της Βόρειας Ιρλανδίας, έχει δώσει μέχρι σήμερα δεκάδες καλές, ή λιγότερο καλές ταινίες, κάποιες με περίσσευμα άποψης, κάποιες με έμφαση στη βία και την ένταση, άλλες καταγγελτικές, κάποιες βαθιά πολιτικές.
Ο Τζέιμς Μαρς δεν βλέπει τον λόγο να κάνει άλλη μια τέτοια ταινία, όπως άλλωστε δηλώνει, αρχικά όχι απλά δεν ενδιαφερόταν να γυρίσει το «Shadow Dancer» αλλά δεν είχε καν τη διάθεση να διαβάσει το σενάριο.
Βασισμένο στο βιβλίο ενός Βρετανού δημοσιογράφου, ανταποκριτή στην Βόρεια Ιρλανδία, το σενάριο όπως θα το δείτε στην οθόνη, κυριολεκτικά απογυμνωθεί από κάθε υποψία δράσης, και έχει κατεβάσει τους τόνους των politics, για να επικεντρωθεί στην ανθρώπινη πλευρά του δράματος. Ο Τζέιμς Μαρς λέει πως το μπάτζετ του φιλμ δεν θα τους επέτρεπε ούτως ή άλλως να κάνουν μια ταινία με κυνηγητά αυτοκινήτων θεαματικές εκρήξεις και σκηνές πλήθους όπως ήθελε το σενάριο, αλλά στην πραγματικότητα, κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με μειονέκτημα, είναι στην περίπτωση του «Shadow Dancer» μάλλον ευλογία.
Η μετρημένη εσωτερική αφήγηση, η σχεδόν παλιομοδίτικα στυλιζαρισμένη αλλά καθόλου επιδεικτική σκηνοθεσία, κατορθώνουν να στήσουν μια ατμόσφαιρα ασφυκτικής έντασης, δίχως να χρησιμοποιήσουν κανένα από τα τεχνάσματα ενός τυπικού θρίλερ.
Από την πρώτη σκηνή στα 1973 όταν ο μικρός αδερφός της ηρωίδας σκοτώνεται από πυρά στους δρόμους του Μπέλφαστ μέχρι το τέλος του φιλμ το επίκεντρο θα είναι εκείνη, η δική της ζωή. Την επόμενη φορά που θα την συναντήσουμε θα είναι είκοσι χρόνια αργότερα, όταν θα συλληφθεί μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να βάλει μια βόμβα στο μετρό του Λονδίνου και θα της δοθεί η ευκαιρία να γίνει πληροφοριοδότης για τις δραστηριότητες των αδελφών της που αποτελούν ενεργά μέλη του IRA.
Η Αντρέα Ράισμπορο, ηθοποιός με ρόλους σε φιλμ όπως το «Ανήλικος Δολοφόνος», ή πιο πρόσφατα το «W.E.» της Μαντόνα, δείχνει το αληθινό μέγεθος του ταλέντου της σε έναν ρόλο που εξηγεί γιατί είναι μια από τις πλέον περιζήτητες ηθοποιούς των ημερών μας. Κρατώντας την ταινία στους ώμους της κατορθώνει να χτίσει μια ηρωίδα που δεν μοιάζει καθόλου με το κλισέ μιας ηρωίδας ή μιας τρομοκράτισσας, αλλά μάλλον με μια γυναίκα που βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.
Μπορεί το φιλμ του Μαρς να θέλει να κοιτάξει αντικειμενικά το Ιρλανδικό πρόβλημα, αλλά αυτό δεν κάνει την ταινία του λιγότερο πολιτική. Επικεντρώνοντας στο εσωτερικό ενός σπιτιού, στους ανθρώπους που ζουν στο δέρμα τους την επώδυνη κατάσταση που η θρησκεία, η πολιτική, η αδιαλλαξία συντηρούν, κατορθώνει να αγγίξει την ουσία του προβλήματος χωρίς ευκολίες ή διδακτισμό.
Και ταυτόχρονα μέσα από την ματιά του στην Βρετανική πλευρά, στον ηθικό πράκτορα που υποδύεται με σιωπηλή σιγουριά ο Κλάιβ Οουεν και την επικεφαλής της ομάδας του που ντύνει με απολαυστική ψυχρότητα η Τζίλιαν Αντερσον προσθέτει στο μείγμα την βάση ενός βραδυφλεγούς θρίλερ και σχηματίζει μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός από τους πιο δύσκολους να λυθούν γρίφους της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.