Φιλοδοξώντας να καλύψει κάθε πλευρά της παραγωγικής δραστηριότητας, από τη χρηματοδότηση και την παραγωγή, ως τις νέες τεχνικές και δυνατότητες στην κινηματογράφηση κι από το post production ως την προώθηση του κινηματογραφικού προϊόντος, η ημερίδα έδωσε το λόγο σε μια σειρά από ανθρώπους με σημαντικό έργο, τόσο στην Ελλάδα όσο και το Εξωτερικό, προκειμένου να μοιραστούν την γνώση τους και να δοκιμάσουν να περιγράψουν το σχήμα των όσων έρχονται.
Η προσέλευση, από την αρχή των συζητήσεων, στις 9.30 το πρωί, μέχρι το βράδυ Σαββάτου, ήταν εντυπωσιακή! Ειπώθηκαν πολλά, ενημερωτικά, επαναστατικά, σκωπτικά, αισιόδοξα, τρομακτικά, έως και… παλαιοκομματικά, αλλά τα σίγουρα συμπεράσματα είναι δύο: αφ’ενός, η Ελλάδα οφείλει αυτή τη στιγμή να προσαρμοστεί στην ψηφιακή εξέλιξη, αν πρόκειται να συνεχίσει να κάνει (και να προβάλλει σε κινηματογραφική αίθουσα), ταινίες. Και, αφ’ετέρου, το ότι άνθρωποι από κάθε πλευρά του κινηματογραφικού χώρου πέρασαν μια μέρα μαζί, μαθαίνοντας, συμφωνώντας, ή ακόμα και διαφωνώντας, είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί. Αυτός είναι ο ρόλος μιας ημερίδας, ν’ανοίξει το μυαλό σε φρέσκες σκέψεις.
Παρακάτω μια σύνοψη των όσων ειπώθηκαν στην Ημερίδα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
1ο Τραπέζι: Νέα Οικονομία στο Σινεμά
Συντονίστρια: Κατερίνα Ευαγγελάκου
Ομιλητές: Κωνσταντίνος Μωριάτης (παραγωγός, Pan Entertainment), Ντίνα Μελινιώτη (Διευθύντρια Kodak), Κωνσταντίνα Σταυριανού (Γενική Διευθύντρια Graal), Μαριλίζα Τοτόμη (Διανομέας, Γενική Διευθύντρια UIP), Ηλέκτρα Βενάκη (Δημοσιογράφος, altcine.com), Κώστας Εφήμερος (παραγωγός, Debt-O-cracy)
Η Κατερίνα Ευαγγελάκου ξεκινά τη συζήτηση, θέτοντας, παράλληλα, το σταθερό ερώτημα που απασχολεί ολόκληρο τον κινηματογραφικό χώρο της Ελλάδας: πώς θα γίνουν, από εδώ και πέρα, ταινίες; ποιος θα είναι ο προϋπολογισμός της επόμενης ελληνικής ταινίας που θα πάει στα μεγάλα Φεστιβάλ του εξωτερικού; Τι θέμα θα έχει η ελληνική ταινία σε πέντε χρόνια;
Ο Κωνσταντίνος Μωριάτης τόνισε ότι η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας φέρνει αλλαγή στο κόστος των ταινιών, ενώ ταυτόχρονα δίνει νέες κατευθύνσεις στην αισθητική τους. Ενώ η ψηφιακή τεχνογνωσία υπάρχει, για να μεταφερθεί στην Ελλάδα θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα και υποδομή ώστε να γυρίζονται περισσότερες ξένες ταινίες στη χώρα μας. Εφερε το εξαιρετικά ενδεικτικό παράδειγμα του Σκοτ Ρος, πρώην CEO της ILM του Τζορτζ Λούκας, που θέλησε πριν λίγα χρόνια να ιδρύσει στην Ελλάδα μια μονάδα ειδικών εφέ που θα κάλυπτε ολόκληρη την εξω-αμερικανική παραγωγή και, εγκλωβιζόμενος στη γραφειοκρατεία, κουράστηκε και μετάφερε τη δραστηριότητά του στην Ινδία. Τέλος, αναφέρθηκε στην περιορισμένη, στη χώρα μας, απήχηση του Video On Demand, επειδή, όπως είπε, το ελληνικό κοινό έχει συνηθίσει να του παρέχονται τα πάντα δωρεάν.
Η Ντίνα Μελινιώτη και η Κωνσταντίνα Σταυριανού, αντιπαρέβαλαν τα κόστη των αναλογικών με τις ψηφιακές ταινίες. Το συμπέρασμα ήταν ότι η διαφορά αντικειμενικού κόστους κυμαίνεται από 5 έως 15%, άρα το βασικό κριτήριο της επιλογής θα πρέπει να είναι όχι το οικονομικό, αλλά το αισθητικό.
Η Μαριλίζα Τοτόμη ενημέρωσε ότι η Ελλάδα κάνει 12 εκ. εισιτήρια το χρόνο (παρότι η φετινή χρονιά μοιάζει προς το παρόν να έχει πτώση 19%) κι έχει από τα χαμηλότερα per capita προσέλευσης θεατών στις αίθουσες, 1.1%, ενώ τα multiplex και miniplex κατέχουν το 80% της αγοράς. Εξέθεσε τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής προβολής στις κινηματογραφικές αίθουσες, μίλησε για την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας στην Ελλάδα και έθιξε το θέμα της πειρατείας, τονίζοντας ότι η σωστή αξιοποίηση του VOD μπορεί να είναι μια λύση για την αντιμετώπιση της πειρατείας. Εντυπωσιακή ήταν η αναφορά της πρόσφατης συμφωνίας του youtube με τα στούντιο 20th Century Fox, Sony, Warner Bros. και Universal, που πλέον προβάλλουν παλαιότερες ταινίες τους με χρέωση 4 δολλάρια ανά ταινία.
Η Ηλέκτρα Βενάκη παρουσίασε το altcine.com ως τόπο διαδικτυακής κινηματογραφικής συνεργασίας των βαλκανικών χωρών.
Ο Κώστας Εφήμερος, ο πιο «αβανταδόρικος» ομιλητής τους τραπεζιού, λόγω του hype που περικυκλώνει το «Debt-O-cracy», μίλησε για τη δύναμη και τις εναλλακτικές που προσφέρει το crowdsourcing, η χρηματοδότηση, δηλαδή, ενός έργου από τους ίδιους τους πιθανούς θεατές του.
Σκέψεις: Πώς θα έρθουν στην Ελλάδα να γυριστούν περισσότερες ξένες ταινίες, ώστε να μεταδόσουν στους ντόπιους κινηματογραφιστές την τεχνογνωσία τους, όταν δεν υπάρχει ένα film office να τους προσελκύσει, οργανώσει και διευκολύνει; Επίσης, πέρα από ένα ακτιβιστικό ντοκιμαντέρ, όπως το «Debt-O-cracy», πόσοι θεατές θα χρηματοδοτήσουν μία ταινία μυθοπλασίας, όταν οριακά έχουν τα χρήματα για να πάνε να τη δουν στο σινεμά;
Κεντρική Oμιλία 1ου τραπεζιού: Κέιτ Μέγιερς, παραγωγός, Forward Films
Θέμα: «Η Μικρή ανεξάρτητη παραγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο»
Η Αγγλίδα παραγωγός Κέιτ Μέγιερς πέρασε στο πρακτικό και, γι’ αυτό, πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της συζήτησης: πώς μπορεί κανείς να φέρει εις πέρας μία ταινία με όσο το δυνατόν πιο μικρό κόστος.
Η εταιρία της, «Forward Films», σε πέντε χρόνια λειτουργίας (και με μία ακόμα συνέταιρο), έχει κάνει ακριβώς αυτό: τρεις low budget ταινίες («Tormented», «Skeletons», «Grabbers»), οι οποίες κατάφεραν να κερδίσουν εντυπώσεις σε φεστιβάλ, να αναδείξουν σκηνοθέτες και, το σπουδαιότερο, να φέρουν πίσω κέρδη. Η συμβουλή της Μέγιερς ήταν απλή: «Να σκέφτεστε μπροστά και να προβλέπετε», επαναλάμβανε, τονίζοντας ότι ένας παραγωγός πρέπει να έχει το σύνολο της ταινίας στο μυαλό του - από την προπαραγωγή μέχρι τη διαφήμισή της, κι όχι μόνο το γύρισμα.
Πιο συγκεκριμένα δήλωσε ότι, σύμφωνα με την εμπειρία της, μία μικρή ταινία είδους (π.χ. τρόμος), με μία έξυπνη ιδέα και ένα καλογραμμένο σενάριο είναι η συνταγή για να έχεις στα χέρια σου μια μικρή επιτυχία. Η ψηφιακή τεχνολογία, για εκείνην, δεν είναι απλά το κλειδί, είναι μονόδρομος: όχι μόνο γιατί είναι φτηνότερο το κόστος γυρίσματος σε σχέση με το φιλμ, αλλά γιατί έχει επιτρέψει να αναδειχθούν νέα ταλέντα (με ταινίες μικρού μήκους) που δε θα είχαν ποτέ φτάσει στην πόρτα της αν έπρεπε να περιμένουν να γυρίσουν τα δείγματα της δουλειάς τους σε φιλμ.
Από εκεί και πέρα, η συνεργασία με τον σκηνοθέτη για την Μέγιερς είναι καταλυτική: εκείνη πρέπει συνεχώς να θυμάται ότι τον επέλεξε για το όραμά του και να του το επιτρέπει, εκείνος ότι είναι η παραγωγός του, έχει λόγο στα πάντα και πρέπει να την εμπιστεύεται. «Μπορεί να σας φαίνεται αυτονόητη η εμπιστοσύνη, αλλά δεν είναι» είπε γελώντας η Μέγιερς. «Η δουλειά μου είναι να αμφισβητώ συνεχώς τα πάντα: χρειαζόμαστε αυτή την τοποθεσία, τόσους κομπάρσους, αυτή τη σκηνή; Οχι; Κόβουμε. Μπορεί το σενάριο να επιβιώσει χωρίς αυτά; Κόβουμε. Δεν έχουμε περιθώριο να γυρίζουμε πράγματα που δε θα χρησιμοποιηθούν...» Τέλος τόνισε ότι η διανομή της ταινίας πρέπει να είναι μικρή, αλλά στοχευμένη. Κι εκεί είναι η μεγάλη διαφορά μας με την Μ. Βρετανία: εκτός από ένα πολύ μεγαλύτερο δίκτυο φεστιβαλικών εκδηλώσεων που επιτρέπουν σε μία χαμηλού κόστους παραγωγή να χτίσει το κοινό της, υπάρχουν οι ψηφιακά εξοπλισμένες αίθουσες που δίνουν τη δυνατότητα να στέλνει κανείς την ταινία στην ψηφιακή μορφή της και να αποτρέπεται η πανάκριβη μεταγραφή σε φιλμ. «Αυτό εύχομαι να το αποκτήσετε σύντομα, θα σας λύσει τα χέρια...»
2ο τραπέζι: Digital Cinematography
Συντονιστής: Γιώργος Αργυροηλιόπουλος
Ομιλητές: Γιάννης Δακαλοθανάσης, Αγγελος Βισκαδουράκης, Ηλίας Αδαμής, Νίκος Μούτσελος, Σάκης Μπουζάνης.
Οι καθυστερήσεις στα γυρίσματα της καινούριας ταινίας στην οποία δουλεύει, ανάγκασαν τον διευθυντή φωτογραφίας Χάρη Ζαμπαρλούκο («Sleuth», «Mamma Mia!», «Thor»), να ακυρώσει το ταξίδι του στην Ελλάδα οπότε η δική του ομιλία για την διεύθυνση φωτογραφίας στην ψηφιακή εποχή, ματαιώθηκε.
Μπλέκοντας με τα καλώδια των υπολογιστών, χρειάστηκε λίγος χρόνος για να σεταριστούν τα laptop στο επόμενο τραπέζι με θέμα την Digital Cinematography, δίνοντας αφορμή για αστεία σχετικά με το πώς οι διευθυντές φωτογραφίας πάντα κατορθώνουν να καθυστερούν τα γυρίσματα από τη μια μεριά, ή για το πως δεν έχουν ποτέ αρκετό χρόνο για να προετοιμαστούν, από την άλλη.
O Γιώργος Δασκαλοθανάσης μίλησε για την εμπειρία του από τα γυρίσματα της καινούριας ταινίας του Κώστα Καπάκα, «Magic Hour», στα οποία δούλεψε για πρώτη φορά με μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Ανέλυσε τα υπέρ και τα κατά της χρήσης της, έδειξε (εντυπωσιακά) πλάνα από το φιλμ για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αν δεν μπορεί να συγκριθεί με τη χρήση φιλμ, η νέα ψηφιακή κινηματογράφηση μπορεί να το πλησιάσει αρκετά και να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα.
Ο Αγγελος Βισκαδουράκης που ακολούθησε, μίλησε για το αν ένας διευθυντής φωτογραφίας είναι απαραίτητος στο σύγχρονο κινηματογράφο (σε μια κουβέντα μάλλον θεωρητική), που κατέληξε (μέσα από κύκλους), στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αν ρόλος του υποβαθμίζεται με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, όπου ο καθένας μπορεί να χειριστεί μια κάμερα, ο διευθυντής φωτογραφίας είναι απαραίτητος και αποτελεί τον κρίκο που εξανθρωπίζει την τεχνολογία κάνοντάς τη σινεμά.
Μιλώντας κυρίως για τη χρήση ψηφιακής κάμερας στη «Διόρθωση» του Θάνου Αναστόπουλου, ο Ηλίας Αδάμης που ακολούθησε, εξήγησε ότι η συγκεκριμένη ταινία δεν θα μπορούσε να γυριστεί σε φιλμ, όχι λόγω οικονομικών περιορισμών, αλλά λόγω ιδιαιτερότητας του θέματος και της κινηματογράφησης. Τα γυρίσματα σε δύσκολες συνθήκες, η «βρώμικη» εικόνα, το ελάχιστο βάθος πεδίου ήταν στοιχεία που επέβαλλαν την χρήση ψηφιακής κάμερας. Με την ίδια λογική, η «Απνοια» του Αρη Μπαφαλούκα είχε ανάλογες απαιτήσεις από τη χρωματική παλέτα της, που μπόρεσαν όχι μόνο να επιτευχθούν μέσα από τη χρήση ψηφιακής κάμερας, αλλά και να δώσουν τη δυνατότητα στο συνεργείο να έχει άμεσα μια πολύ καλή εικόνα για το τελικό αποτέλεσμα. «Ας είμαστε ανοιχτοί στη νέα τεχνολογία, χωρίς να πέσουμε σε παγίδες» κάλεσε ο Ηλίας Αδάμης.
Ο Νίκος Μούτσελος και ο Σάκης Μπουζάνης της εταιρίας post production 2/35 μίλησαν για την ψηφιακή κινηματογραφική διανομή, αναλύοντας τις προδιαγραφές που θα πρέπει να έχει οποιαδήποτε ταινία σκοπεύει να διανεμηθεί με αυτόn τον τρόπο και τους κάποιους περιορισμούς.
Στη συζήτηση που ακολούθησε, αναφέρθηκαν τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι ψηφιακές κάμερες κάτω από απαιτητικές συνθήκες θερμοκρασίας, ή το πως οι συνθήκες προβολής στους περισσότερους κινηματογράφους συχνά πληγώνουν τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας.
3ο τραπέζι: CGI Animation, Visual Effects, Stereo 3D
Συντονιστής: Κωνσταντής Φραγκόπουλος
Ομιλητές: Γιάννης Κωνσταντινίδης, Χρήστος Λεφάκης, Αριστοτέλης Μιχαηλίδης, Μπάμπης Βενετόπουλος, Πάνος Ξενάκης, Αντώνης Κοτζιάς, Γιώργος Φουκαράκης, Νίκος Παντέρης, Γιάννης Ζαχαρογιάννης, Αργύρης Θέος
Το τρίτο τραπέζι της μέρας αφορούσε θέματα ειδικών εφέ, CGI animation και 3D. Συντόνισε ο σκηνοθέτης Κωσταντής Φραγκόπουλος, ο οποίος έδωσε αρχικά το λόγο στον Γιάννη Κωνσταντινίδη, τον Χρήστο Λεφάκη και τον Αριστοτέλη Μιχαηλίδη της εταιρίας NOMINT, οι οποίοι μίλησαν (οι δυο πρώτοι από το Λονδίνο μέσω skype), για το πώς εκτός από τη δουλειά τους στη διαφήμιση, η ανάγκη τους για έκφραση τους οδήγησε σε δημιουργικές διεξόδους μέσα από animation «για προσωπική χρήση», που αποτέλεσαν τελικά πολύ χρήσιμα εργαλεία για την προώθηση της εταιρίας και την εξέλιξη της δουλειάς τους.
Στη συνέχεια οι Μπάμπης Βενετόπουλος, Πάνος Ξενάκης και Κωνσταντής Φραγκόπουλος μίλησαν για την πρώτη ελληνική 3D animation ταινία που ετοιμάζουν, με τον τίτλο «Κιβωτός» και τη διαδικασία παραγωγής της από τα πρώτα στάδια μέχρι σήμερα.
Τη σκυτάλη πήρε ο Αντώνης Κοτζιάς του studio ειδικών εφέ Yafka. Μίλησε για την εμπειρία του στο εξωτερικό, την απόφασή του να γυρίσει στη χώρα μας και το δικό του τρόπο να εξακολουθεί να δουλεύει στην παγκόσμια αγορά, τοποθετημένος στην Ελλάδα.
Ο Γιώργος Φουκαράκης της Arctic Pictures εξήγησε τις διαφορετικές χρήσεις των ειδικών εφέ στο σινεμά, (ορατά, αφηγηματικά, διορθωτικά) κι έδειξε χαρακτηριστικά παραδείγματα της χρήσης τους.
Περνώντας στο 3D, οι Νίκος Παντέρης και Γιάννης Ζαχαρογιάννης της εταιρίας Graal μίλησαν για τη στερεοσκοπική επεξεργασία και το post production μιας ταινίας, ενώ στάθηκαν στις δυσκολίες και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στην παραγωγή της.
Τέλος, ο Αργύρης Θέος, δημιουργός της 3D μικρού μήκους «Citrellus Lateralus», υποστήριξε ότι το 3D δεν είναι ένα «ειδικό εφέ» ή ένα εντυπωσιακό κόλπο, αλλά μια αφηγηματική επιλογή που όμως πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή και τεχνική αρτιότητα, αφού μια κακοφτιαγμένη 3D ταινία μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στο θεατή. «Αν μια κακή ταινία σε αφήνει αδιάφορο, μια κακοφτιαγμένη 3D ταινία, μπορεί να σε αφήσει με πονοκέφαλο», είπε χαρακτηριστικά.
Κεντρική Ομιλία 3ου τραπεζιού: Πειράματα μη Γραμμικής Αφήγησης
Φλόριαν Ταλχεόφερ: «Ο Κόρσακοφ με έβαλε να το κάνω»
Συντοντιστής: Απόστολος Καρακάσης
Ο ομιλητής του 3ου τραπεζιού, με την εισήγησή του, «Πειράματα Μη Γραμμικής Αφήγησης», αποδείχθηκε αρκετός για να κουβαλήσει στους ώμους του όλη την ημερίδα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ο Φλόριαν Ταλχεόφερ από τη Γερμανία παρουσιάσε το πρόγραμμα μοντάζ «Korsakow», το οποίο μπορεί να δημιουργήσει μη γραμμικές και διαδραστικές αφηγήσεις και άφησε το κοινό να διαλέξει μόνο του τι ακριβώς ήθελε να παρακολουθήσει από το άφθονο υλικό που είχε φέρει μαζί του.
Προσωπικές ιστορίες, ο κόσμος σαν ένα καλειδοσκόπιο ιδεών, αφηγήσεις που τέμνονται ενώ προχωρούν παράλληλα, ήταν μόνο λίγα από όσα άφησε μέσα στην αίθουσα ο Ταλχεόφερ για μελλοντική σκέψη πάνω στην αποδόμηση του ντοκιμαντέρ. «Οι άνθρωποι μπερδεύονται συχνά και αργούν πολύ να καταλάβουν τι είναι ακριβώς αυτό που βλέπουν», δήλωσε σε ερώτηση του ποια είναι η αντίδραση του κόσμου στο έργο του. Σημασία έχει ότι μπορούν να το νιώσουν, θα συμπληρώναμε εμείς με χαρακτηριστική ευκολία.
4ο τραπέζι: Αισθητική της Ψηφιακής Εικόνας
Συντονιστής: Κατερίνα Ευαγγελάκου
Ομιλητές: Αγγελος Φραντζής, Θάνος Αναστόπουλος, Γιώργος Μαυροψαρίδης, Λευτέρης Αδαμίδης
Στο τελευταίο στρογγυλό τραπέζι της ημερίδας, το θέμα ήταν η αισθητική της ψηφιακής εικόνας, αλλά πολύ γρήγορα και αναπόφευκτα η συζήτηση οδηγήθηκε στο αναπόφευκτο μεγάλο ερώτημα του σύγχρονου σινεμά: αν, δηλαδή, το ψηφιακό μέσο χρησιμοποιείται από ανάγκη ή για λόγους αισθητικής.
Πρώτος τοποθετήθηκε ο Αγγελος Φραντζής, με την πιο αναπάντεχη εισήγηση ολόκληρης της ημερίδας, ενώνοντας το δικό του «Μέσα στο Δάσος» με το «Αvatar» του Τζέιμς Κάμερον. Ή μάλλον, χωρίζοντας τις δύο ταινίες ως τα «δύο πόδια του σινεμά, το πραγματικό και το φανταστικό, τους Λιμιέρ και τον Μελιές». Υπολόγισε (μάλλον πιστά) πως το «Avatar» κόστισε όσο περίπου 1800 και κάτι «Μέσα στο Δάσος» και ανέπτυξε την ελευθερία που του έδωσε η φωτογραφική μηχανή των 190 ευρώ στο να μπορέσει να δημιουργήσει εξ αρχής μια ταινία μαζί με τους ηθοποιούς του.
Ως φυσική συνέχεια, η εισήγηση του παραγωγού και σκηνοθέτη Θάνου Αναστόπουλου (που αντικατέστησε άξια την Στέλλα Θεοδωράκη) δεν θα μπορούσε παρά να σταθεί στο γεγονός πως πλέον «δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να μη γίνονται ταινίες». Ο εκδημοκρατισμός του μέσου, η τόσο εύστοχη παρατήρησή του για τον διαχωρισμό του σινεμά «σε ταινίες που μας δείχνουν αυτό που δεν ξέρουμε ή αυτό που ξέρουμε αλλά δεν θέλουμε να δούμε» και η κατακλείδα του πως «ό,τι και να συμβεί, αυτό που δεν θα αλλάξει ποτέ στο σινεμά είναι πως έχει για σκοπό του να συγκινήσει το θεατή», έθεσαν το μεγάλο ζήτημα του «ψηφιακού μέσου» στις σωστές τους βάσεις.
Συμπληρώνοντας, ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης δήλωσε πως μπορεί να δουλεύει εδώ και τριάντα χρόνια, αλλά πως πρώτη φορά νιώθει πως «κάνουμε τις ταινίες που ονειρευόμαστε» και έσπευσε να παρατηρήσει πως η δυνατότητα του ψηφιακού γυρίσματος και των ατέλειωτων ωρών υλικού που με το φιλμ δεν υπήρχαν, οφείλουν να μας οδηγούν σε μια διαδικασία «αφαίρεσης και όχι πρόσθεσης».
Κλείνοντας την τελευταία ενότητα της ημερίδας, ο πρώην υπεύθυνος για το τμήμα «Μέρες Ανεξαρτησίας» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και κριτικός κινηματογράφου Λευτέρης Αδαμίδης παρουσίασε χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσης του ψηφιακού μέσου από όλον τον κόσμο. Ο Τζο Σουάνμπεργκ και το κίνημα του DIY (Do It Yourself), ο Μπριγιάντε Μεντόζα από τις Φιλιππίνες, ο Πέδρο Κόστα από την Πορτογαλία, o Γουανγκ Μπινγκ από την Κίνα και ο Ζαχαρίας Μαυροειδής από την Ελλάδα αποτέλεσαν τα κομμάτια της εισήγησης του πάνω στο πόσο διαφορετικά χρησιμοποιείται το ψηφιακό γύρισμα διεθνώς, ανοίγοντας συνεχώς νέες δυνατότητες στην έκφραση.
Οι αντιδράσεις από μέρος του κοινού για το πόσο τελικά διαφορετικές θα ήταν αυτές οι ταινίες αν είχαν γυριστεί με φιλμ, θύμισαν τις παλιές «κακές» εποχές του ελληνικού κινηματογράφου που αρνήθηκε πεισματικά για χρόνια να αλλάξει πορεία. Ευτυχώς, τόσο ο Αγγελος Φραντζής αλλά και με τη σειρά τους όλοι οι ομιλητές επανέλαβαν το προφανές: το ψηφιακό μέσο μπορεί να είναι τόσο ανάγκη όσο και επιλογή και καμιά από αυτές τις ταινίες δεν θα ήταν ίδιες αν είχαν γυριστεί με φιλμ.
Η ημερίδα έκλεισε με πολλά «ανοιχτά» θέματα - αφετηρία για επόμενες ημερίδες και την δήλωση του Προέδρου της ΕΑΚ Τάσου Μπουλμέτη που ευχαρίστησε τους διοργανωτές και το κοινό για μια ημερίδα που χρειάστηκε κόπο για να γίνει αλλά τελικά αποδείχθηκε επιτυχημένη.