Ο 43χρονος σκηνοθέτης από τη Χιλή, Σεμπαστιάν Λέλιο, αποκαλύφθηκε στο φεστιβαλικό κοινό ήδη από το 2005 και το «La Sagrada Familia», αλλά με την κάθε του ταινία έκανε κι ένα παραπάνω βήμα όχι μόνο στο σινεμά του, αλλά και στον ανθρωπισμό, στο χιούμορ, στην κινηματογραφική γοητεία του. Κι αν νομίζαμε ότι έφτασε στο αποκορύφωμά του με την «Gloria» to 2013, λάθος μας. Η νέα του ταινία, το «Μια Φανταστική Γυναίκα», που, με παραγωγό τον συμπατριώτη του, Πάμπλο Λαραΐν, έκανε πρεμιέρα στην Berlinale και τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας, δεν είναι τίποτε λιγότερο από... φανταστική κι αυτή.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Μια Φανταστική Γυναίκα» τού Σεμπαστιάν Λέλιο
Η «Φανταστική Γυναίκα» της ταινίας, είναι η Μαρίνα που ενσαρκώνει η εκπληκτική Ντανιέλα Βέγα, μια διεμφυλική γυναίκα που χάνει τον σύντροφό της, αλλά ούτε η οικογένειά του, ούτε οι Αρχές, της επιτρέπουν να πενθήσει και να τον αποχαιρετήσει όπως ταιριάζει στην αγάπη τους. Το Flix μίλησε με τον Σεμπαστιάν Λέλιο κι ανακάλυψε από κοντά έναν οξυδερκή, πληθωρικό, τολμηρό άντρα με ωραία μπλε μάτια κι ακόμα ωραιότερη φαντασία. Διαβάστε όσα μας είπε παρακάτω.
Γράφοντας το σενάριο, αποφασίσαμε κάποια στιγμή ότι η ηρωίδα μας θα ήταν τρανσέξουαλ και μετά… σταμάτησα. Γιατί ήθελα να συναντήσω κάποιους ανθρώπους, συνειδητοποιούσα την άγνοιά μου, δεν ήξερα κάποιο διεμφυλικό άτομο, δεν ήξερα πώς ήταν η κοινότητα στο Σαντιάγο, αυτό ήταν ακριβώς πριν εκραγεί το θέμα σ’ όλο τον κόσμο. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους κι αρκετά σύντομα γνώρισα την Ντανιέλα, ενθουσιάστηκα, με συνεπήρε, τη συμπάθησα πολύ σε ανθρώπινο επίπεδο κι άρχισε να με βοηθά στην έρευνά μου. Μετά από λίγες συναντήσεις, κατάλαβα ότι ίσως εκείνη έπρεπε να είναι η πρωταγωνίστρια. Γιατί αισθανόμουν ότι το να κάνω την ταινία με μια ηθοποιό ή έναν ηθοποιό, μπορεί να ήταν αισθητική παρέκκλιση. Λίγο όπως, στην αρχή του σινεμά, δεν επιτρεπόταν στους μαύρους να εμφανίζονται στο σινεμά και οι λευκοί έβαφαν μαύρο το πρόσωπό τους, έτσι μου φαινόταν. Οπότε, με τρόπο φυσικό, σχεδόν χωρίς να το προσέξω, ξαφνικά εκείνη είχε γίνει η Μαρίνα και της προσέφερα το ρόλο. Είναι λυρική τραγουδίστρια, έχει εμπειρία στο θέατρο, έχει κάνει και λίγο σινεμά, είναι καλλιτέχνης και διαισθητικά ένοιωσα ότι θα λειτουργούσε. Φυσικά ήταν στοίχημα, αλλά αυτή είναι η ιστορία μας.
Το θέμα είναι πού βρίσκονται τα όρια της ταύτισης, πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε στην άσκηση του να μπούμε στα παπούτσια, ή στην οδύνη, κάποιου άλλου;»
Δεν χρειάζεται να ξέρεις έναν εξωγήινο για να κάνεις το «Ε.Τ.», δεν χρειάζεται να ξέρεις οτιδήποτε για ένα θέμα που θέλεις να εξερευνήσεις, αρκεί να νιώθεις την ανάγκη να το εξερευνήσεις. Δεν ήξερα προσωπικά διεμφυλικά άτομα, αλλά το να κάνεις ταινίες και να γράφεις είναι σαν αυτούς που ψάχνουν για νερό με τα ξύλα, κάτι αισθάνεσαι και λες, να, εδώ είναι. Βρήκα μια ταινία και μια ηρωίδα που μπορούσε να με συγκινήσει τόσο και να με προκαλέσει, για να κάνω μια ταινία. Προέκυψε η ιδέα και σκέφτηκα, αυτό μπορεί να εγείρει ερωτήματα σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στον κόσμο μας σήμερα. Σταμάτησα, γιατί ήθελα να είναι αληθινό κι όχι η δική μου φαντασία ή ερμηνεία.
Διαβάστε ακόμη: Η Ντανιέλα Βέγα, η «Φανταστική Γυναίκα» τής ταινίας του Σεμπαστιάν Λέλιο, μιλά στο Flix
Η Ντανιέλα δεν βοήθησε στο σενάριο ως προς τη δομή ή το ρυθμό, αλλά ήταν μια επιχείρηση υποστήριξης κι από τους δυο μας. Το σενάριο κινείται μεταξύ διαφόρων ειδών, αλλά στο κέντρο του βρίσκεται η Ντανιέλα κι η Ντανιέλα είναι αληθινή, έχει κάτι που δεν το υποδύεσαι. Φυσικά, εγώ την τοποθετώ σε μια μυθοπλαστική συνθήκη, αλλά η κάμερα κινηματογραφεί κάτι αληθινό, οπότε η ταυτότητα της ταινίας, που αλλάζει είδη, είναι ρομαντική ιστορία, μελέτη ενός χαρακτήρα, μια ταινία για μια γυναίκα κι ένα φιλμ φαντασμάτων, δεν περιορίζεται σε μια ιδέα και το ίδιο κάνει κι η ηρωίδα, γι’ αυτό και μ’ ενδιέφερε τόσο η Ντανιέλα. Οτι θα ταλαντεύονταν μπροστά στα μάτια σας και θ’ αναρωτιόσασταν τι βλέπετε. Αυτό είναι βαθιά κινηματογραφικό, γιατί το καλύτερο πράγμα στις ταινίες είναι να βλέπεις κάτι και να συμβαίνει κάτι άλλο, η ταινία να δημιουργεί μια άλλη ταινία μέσα στο μυαλό του θεατή και μ’ αυτή την έννοια, η Μαρίνα είναι έντονα κινηματογραφική ηρωίδα. Στα ισπανικά χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη για το φύλο και το είδος, όπως το κινηματογραφικό είδος, το gender και το genre, η λέξη είναι genero. Κι η ταινία μου είναι η ίδια μια… transgender ταινία.
Το θέμα της διεμφυλικότητας εξεράγη στον κόσμο, είδα το εξώφυλλο του National Geographic τον Ιανουάριο (ειδικό τεύχος Gender Revolution), με εξέπληξε γιατί όταν αρχίσαμε να γράφουμε, το θέμα δεν συζητιόνταν – τώρα δεν πλανιέται απλώς στον αέρα, είναι μέρος της κοινωνικής συζήτησης και μ’ έναν τρόπο είναι πολύ κατανοητό ότι αυτό συμβαίνει σήμερα γιατί ως άνθρωποι, ως είδος, είμαστε σ’ ένα εξελικτικό σταυροδρόμι και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Προσπαθούμε να καταλάβουμε σε τι είδους κόσμο θέλουμε να ζήσουμε: υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι πρέπει να χτίσουμε τείχους, να κλείσουμε τα σύνορα, να χωρίσουμε τις κοινωνίες σε κομμάτια, να βάλουμε ετικέτες στους ανθρώπους και να τους τοποθετήσουμε σε κουτιά. Κι υπάρχει και το αντίθετο ρεύμα, που προτείνει να είμαστε όλοι ένα, να αγκαλιάσουμε το σύνθετο χαρακτήρα της ζωής και να μάθουμε να ζούμε μαζί. Γι’ αυτό ο συλλογισμός για τη διεμφυλικότητα είναι τόσο επίκαιρος, επειδή συμβολίζει το όριο όπου βρισκόμαστε και τι θέλουμε να επιτρέψουμε να υπάρχει, τι ζωές θα ζήσουμε, τι είδους αγάπη θα υπάρξει, τι είναι φυσιολογικό, ποιος το ορίζει και πώς. Ο στόχος μου δεν ήταν να κάνω μια ταινία LGBT, ήταν να κάνω μια ταινία ανθρώπινη.
Δείτε ακόμη: Ολα για μια «Φανταστική Γυναίκα»
Και η Γκλόρια και η Μαρίνα, ως ηρωίδες, απειλούνται, σπρώχνονται σε μια γωνιά και βρίσκουν τρόπους αυτό να το ξεπεράσουν, να το υπερβούν, να επιβιώσουν. Μ’ αυτή την έννοια, οι δυο ταινίες συνδέονται. Αλλά σ’ αυτήν εδώ την ταινία, δεν υπάρχει κάποια μετάβαση, όπως στο «Gloria», ή όπως, συχνά, σε ταινίες με transgender θεματολογία. Η Μαρίνα έχει ήδη δώσει αυτή τη μάχη, την έχει κερδίσει, είναι αυτό που είναι και την ευχαριστεί. Είναι έτοιμη για τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για εκείνη, αυτή είναι η μικρή «λεπτομέρεια». Η ταινία παρατηρεί μια συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή της, όπου ο κόσμος έχει πρόβλημα, ένα τυπικό πρόβλημα, γιατί τι έχει η Μαρίνα μέσα της που προκαλεί τόση αναστάτωση; Γιατί δεν μπορούν να χαλαρώσουν; Κι αν ο θεατής νοιώσει μια πρόκληση, γιατί τη νοιώθει; Ελπίζω ότι η ταινία βάζει και το θεατή στην ίδια θέση, πώς νοιώθει, πώς κρίνει την ηρωίδα και τον εαυτό του.
Η ταινία φιλοδοξεί, ανεξάρτητα από τις πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές θέσεις του θεατή, να παραδοθεί στη Μαρίνα, να νοιώθει μέσα απ’ αυτή και να θέλει να υπερισχύσει, να επιβιώσει, να είναι καλά. Το θέμα είναι πού βρίσκονται τα όρια της ταύτισης, πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε στην άσκηση του να μπούμε στα παπούτσια, ή στην οδύνη, κάποιου άλλου; Μπορείς στο τέλος να πάρεις το μέρος της, ακόμα κι εάν ως τώρα είσαι κάποιος που ποτέ δεν θα μπορούσε να βρίσκεται κοντά σ’ έναν άνθρωπο σαν κι εκείνη; Γι’ αυτό λέω κι ότι δεν θέλω να περιορίζω την ταινία σε μια εξήγηση, νιώθω ότι τη μειώνω έτσι, βάζοντάς της μια ταμπέλα, όπως ο κόσμος τείνει να βάζει στους ανθρώπους.
Μου αρέσει πολύ η μουσική στις ταινίες, δεν τη διαχωρίζω καν, τη θεωρώ μέρος του διαλόγου, των φακών, της κίνησης της κάμερας, της υφής, των κοστουμιών. Δεν είναι ένα εξωγενές στοιχείο, είναι μέρος της τέχνης. Και για εμένα είναι μεγάλη πηγή χαράς να ενσωματώνω μουσική σε μια ταινία. Εδώ, η ηρωίδα έχει μουσική φλέβα, είναι τραγουδίστρια κι επιπλέον διάλεξα κάποια τραγούδια που εκφράζουν και, ταυτόχρονα, ανυψώνουν την ταινία.
Σκέφτηκα πολύ την απεικόνιση της βίας στην ταινία μας. Η ταινία δεν είναι ρεαλιστική στο ύφος της, οπότε το στοιχείο του ρεαλισμού δεν μ’ ενδιαφέρει σ’ αυτή την περίπτωση. Η ταινία προσπαθεί ν’ αποφύγει τον κοινωνικό ρεαλισμό, ένα πεδίο το οποίο επισκέπτεται επαναλαμβανόμενα το λατινοαμερικάνικο σινεμά κι εγώ το έχω βαρεθεί λίγο. Η σκηνή της βίας δεν έχει σημασία αν είναι ρεαλιστική. Αλλά θεώρησα ότι ήταν ενδιαφέρον πώς κάτι τόσο απαλό μπορεί να είναι τόσο φοβερό κι έτσι λειτουργεί η κοινωνική βία. Υπάρχει η σκληρή βία μίας σωματικής επίθεσης, αλλά υπάρχει κι η καθημερινή, σταγόνα-σταγόνα βία που είναι σαν να καλύπτεις το πρόσωπο κάποιου με σελοτέιπ. Σ’ αυτό το δεύτερο πεδίο κινήθηκα στην ταινία.
Την αισιοδοξία μού τη δίνει η πίστη μου στους ανθρώπους. Ειδικά στις γυναίκες, νομίζω ότι εκείνες σώζουν τον κόσμο, αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες, θα είχαμε χαθεί.