Μπροστά στα κέρδη του «Hangover 2» τα νούμερα του «Δέντρου της Ζωής» μοιάζουν αστεία, αλλά στην πραγματικότητα ο Τέρενς Μάλικ έκανε ρεκόρ, τόσο για την εταιρία Fox Searchlight και τις ταινίες περιορισμένης διανομής, όσο και προσωπικό: στο 3ήμερο ανοίγματός του σε 4 μόνο αίθουσες σε Νέα Υόρκη και Λος Αντζελες, ο φετινός, φρέσκος Χρυσός Φοίνικας συγκέντρωσε 352.320 δολάρια, καταρρίπτοντας παλιότερες επιτυχημένες τέτοιες απόπειρες, όπως αυτή του «Μαύρου Κύκνου» (320.000 δολάρια άνοιγμα), αλλά και της «Λεπτής Κόκκινης Γραμμής» (282.000 άνοιγμα, σε 5 αίθουσες το 1998).
Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε όμως από αυτό; Τι μέτρησε στον κόσμο; Ο ακριβοθώρητος, αινιγματικός σκηνοθέτης πίσω από την ταινία; Οι κριτικές; Ο Χρυσός Φοίνικας; Ή μήπως... ο Μπραντ Πιτ;
To 2004, το «Φαρενάιτ 9/11» του Μάικλ Μουρ είχε σπάσει κάθε ρεκόρ: έχοντας κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, έφτασε να συγκεντρώσει 222.5 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, και στην ελληνική αγορά να σπάσει το δύσκολο φράγμα των 100.000 εισιτηρίων (έκανε περίπου 115.000). Αντιθέτως, η περσινή νίκη του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν με το «Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του» δε βοήθησε ιδιαίτερα την ταϊλανδέζικη καλλιτεχνική ταινία, η οποία μετά βίας έπεισε 10.000 θεατές να μπουν στις ελληνικές αίθουσες, και οριακά άγγιξε το ένα εκατομμύριο εισπράξεις στον υπόλοιπο κόσμο.
Τα δύο αυτά παραδείγματα αποτελούν και τα δύο άκρα, τουλάχιστον στις αμερικανικές μετρήσεις. Ο Μουρ κρατάει το ρεκόρ της Νο1 εμπορικής ταινίας που έχει κερδίσει Χρυσό Φοίνικα (με δεύτερο τον «Πιανίστα» του Πολάνσκι που έφτασε παγκοσμίως τα 120 εκατομμύρια και επιπλέον κέρδισε 3 Οσκαρ), και ο Βιρεσετάκουν την τελευταία θέση, για λόγους πιο ευνόητους κι από την προφορά του ονόματός του. Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στο χρυσό ενδιάμεσο – όταν δηλαδή οι ταινίες δεν έχουν ως αφηγηματικό άξονα ένα προβοκατόρικο φλέγον ζήτημα όπως η 11η Σεπτεμβρίου, αλλά ούτε κι έναν μακρόσυρτο «arthouse» τίτλο που σε αποτρέπει να τις δεις.
Οι παγκόσμιοι αναλυτές πάντως τείνουν να συμφωνήσουν: οι Κάννες έχουν μεγάλη δύναμη, ειδικά στην παγκόσμια κλίμακα (το αμερικανικό box office παραμένει εμπορικά απροσπέλαστο) και ειδικά σε ταινίες που χωρίς την αίγλη και τη δημοσιότητα του Φοίνικα δε θα είχαν κανένα εκτόπισμα στο κοινό.
Το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» του Λαρς φον Τρίερ, έκανε το 2000 εισπράξεις της τάξεως των 4.2 εκατομμυρίων σε Αμερική και Καναδά, φτάνοντας τα 38 εκατομμύρια παγκοσμίως. Ο Νάνι Μορέτι («Το Δωμάτιο του Γιου», 2001) και ο Κεν Λόουτς («Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι», 2006) μόλις έφτασαν το ένα εκατομμύριο δολάρια στην Αμερική, αλλά συγκέντρωσαν 38 και 20 εκατομμύρια δολάρια αντιστοίχως από τη διανομή της ταινίας στον υπόλοιπο κόσμο. Τα «Ανάμεσα στους Τοίχους» του Λοράν Καντέ και «Η Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε πήγαν ακόμα καλύτερα, αλλά με την ίδια αναλογία της μικρής επιρροής στο αμερικανικό box-office και της σημαντικότερης στην παγκόσμια κλίμακα: 2.2 / 20 εκατομμύρια ο Χάνεκε, 3.7/23.3 ο Καντέ.
Οι έρευνες έχουν καταλήξει ότι οι χώρες-κλειδιά για την μετέπειτα πορεία μίας ταινίας που έχει φύγει με την μεγαλύτερη διάκριση από τις Κάννες είναι, φυσικά, η Γαλλία και, λιγότερο αναμενόμενα, η Ιαπωνία. «Η ιαπωνική αγορά έχει καταγραφεί ότι δίνει μεγάλη σημασία στο Χρυσό Φοίνικα και αυτό ανεβάζει την κλίματα στις παγκόσμιες εισπράξεις,» εξηγεί ο Ντέιβιντ Κόρνμπλαμ, αντιπρόεδρος πωλήσεων της Disney. «Οι Κάννες είναι το μεγαλύτερο -εκτός Αμερικής- κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς και συγκεντρώνει δημοσιογράφους που μπορούν να διαφημίσουν την ταινία μέσα σε ώρες σε όλο τον πλανήτη. Πουθενά δεν μπορεί να βρει μία παραγωγή τέτοια άμεση και μαζική έκθεση» συμπληρώνει ο Κόρνμπλαμ. Αυτό ίσως να εξηγεί καλύτερα την εμμονή των μεγάλων στούντιο να φέρνουν τις blockbuster ταινίες τους εκτός διαγωνιστικού: ακόμα κι αν φύγουν με τις χειρότερες κριτικές («Robin Hood» πέρσι, «Πειρατές της Καραϊβικής: σε Αγνωστα Νερά», φέτος) η ωστική δύναμη της παρουσίας στις Κάννες καταγράφεται άμεσα στο box-office.
To ερώτημα όμως παραμένει: τι συμβαίνει με την καλλιτεχνική ταινία, μ' εκείνη που κερδίζει πόντους στο φεστιβάλ, αλλά έρχεται να αναμετρηθεί με τα ψυχρά νούμερα των ταμείων; Μελετώντας το δικό μας ελληνικό box-office, καταλήγουμε ότι ακόμα περισσότερο από το Χρυσό Φοίνικα, αυτό που μετράει είναι η υπάρχουσα σχέση εμπιστοσύνης του κοινού μ' έναν σκηνοθέτη, αλλά και η ίντριγκα που δημιουργεί μία ταινία από τα δημοσιεύματά της στο φεστιβάλ. Τα «Μυστικά και Ψέμματα» (1996) έφτασαν τα 120.000 εισιτήρια στην Ελλάδα γιατί το σινεμά του Μάικ Λι πείθει το ελληνικό κοινό, κάτι που επίσης έχει κερδίσει ο Χάνεκε (70.000 εισιτήρια η «Λευκή Κορδέλα»), αλλά όχι για παράδειγμα οι αδελφοί Νταρντέν (με τη «Ροζέτα» και το «Παιδί» να φτάνουν τα 10.000 εισιτήρια περίπου) που ο αυστηρός νεορεαλισμός τους βρίσκει πολύ ειδικής, στενής υποδοχής. Από την άλλη μεριά, κανείς δεν γνώριζε τον Λοράν Καντέ αλλά το «Ανάμεσα στους Τοίχους» έφτασε τα 50.000 εισιτήρια κυρίως λόγω θέματος, ενώ το «4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες» του Κριστιάν Μουντζίου έπεισε 40.000 Ελληνες να πάνε σινεμά από τις διθυραμβικές κριτικές του (αλλά ίσως και λόγω πολιτικής περιέργειας) εγκαινιάζοντας το ρεύμα του ρουμανικού σινεμά και στη χώρα μας.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα εισιτήρια ανοίγματος του «Δέντρου της Ζωής» στην Ελλάδα δεν είναι επισήμως καταγεγραμμένα. Η Odeon μας πληροφόρησε ότι οι πρώτες μετρήσεις τα υπολογίζουν σε 12.000 περίπου μόνο στην Αθήνα (δεν έχει κάνει ακόμα πρεμιέρα στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας) – αριθμό που φανερώνει ότι από το πρώτο κιόλας 4ήμερό της η ταινία ξεπέρασε όσα έκαναν άλλοι Χρυσοί Φοίνικες συνολικά και πανελλαδικά.
Καθόλου άσχημα...