
O Φαίδων Παπαμιχαήλ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Ελληνες κινηματογραφιστές της διεθνούς σκηνής, με πορεία που διαρκώς μας εκπλήσσει. Εχοντας υπάρξει Διευθυντής φωτογραφίας σε υποψήφιες για Οσκαρ ταινίες όπως το «Nebraska» του Αλεξάντερ Πέιν και το «Η Δίκη των 7 του Σικάγου» του του Ααρον Σόρκιν, καθώς και σταθερός συνεργάτης σκηνοθετών όπως ο Τζέιμς Μάνγκολντ (φέτος ήταν υποψήφιος για Οσκαρ για το «A Complete Unknown»), έχει υπογράψει την αισθητική ταυτότητα μερικών εκ των εμβληματικότερων αμερικανικών παραγωγών των τελευταίων δεκαετιών. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια στρέφεται όλο και πιο συχνά σε πρότζεκτ που τον φέρνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε επαφή με τις καταγωγικές (και όχι μόνο) ρίζες του.
Διαβάστε ακόμη: Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ μιλάει στο Flix για τα Οσκαρ, το streaming, τον Ιντιάνα Τζόουνς
Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ταινίας με τίτλο «Οταν το Φως Πέφτει» στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, η οποία γυρίστηκε στην Ανάβυσσο, συζήτησε μαζί μας για τη φύση της ιστορίας, τι είναι αυτό που καθιστά τους ανθρώπους εν δυνάμει «κακούς», καθώς και για το πώς αντιλαμβάνεται τη διττή φύση της ιδιότητάς του, ως σκηνοθέτη και Διευθυντή Φωτογραφίας.
Το «Οταν το Φως Πέφτει» κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από τη Feelgood. Διαβάστε την αναλυτική γνώμη του Flix για την ταινία, πατώντας εδώ και δείτε το τρέιλερ παρακάτω.
Τι είναι αυτό που γεννά την επιθυμία του να αφηγηθεί κάποιος μία ιστορία εκδίκησης και πώς πήρε σταδιακά μορφή η ταινία;
Κατά τη διάρκεια του Covid-19 τα πάντα είχαν τεθεί σε παύση. Εγώ τότε βρισκόμουν στην Ελλάδα, στο Λεωνίδιο και o καλός φίλος μου, Σβεν Νταγκόνες, με τον οποίο είχαμε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν, μου μίλησε για ένα σενάριο που είχε γράψει. Στη συνέχεια ήρθε, και αρχίσαμε να το δουλεύουμε και μαζί. Είχα κάποιες επιφυλάξεις στην αρχή για το αν θα μπορέσει να προχωρήσει η ταινία, εξαιτίας του πολύ περιορισμένου μπάτζετ και της μικρής ομάδας συντελεστών, παρ’ όλ’ αυτά ξεκινήσαμε το ψάξιμο για τον βασικό τόπο γυρισμάτων, το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο. Κάπως έτσι βρήκαμε το κτήριο στην Ανάβυσσο, όπου και γυρίστηκε τελικά η ταινία. Επικοινωνήσαμε με το Υπουργείο Τουρισμού και παρόλο που πίστευα ότι μόλις διαβάσουν το σενάριο δεν θα μας επιτρέψουν ποτέ να το χρησιμοποιήσουμε (γέλια), προς έκπληξη όλων μας άφησαν. Οσον αφορά το καστ, τηλεφώνησα απευθείας σε δύο φίλες μου, που έχουν καταγωγή από τη Γεωργία και εργάζονται ως μοντέλα στη Νέα Υόρκη και κάπως έτσι όλα έδεσαν. Γυρίσαμε την ταινία μέσα σε 20 μέρες, με ένα επιτελείο 30 περίπου ανθρώπων. Δεν είχα στο μυαλό μου εξαρχής ότι θα ήθελα να αφηγηθώ μία ιστορία εκδίκησης. Γενικότερα, όταν μπαίνω στη διαδικασία να κάνω μία ταινία δεν μου αρέσει να γνωρίζω τα πάντα με ακρίβεια εκ των προτέρων. Με το που διάβασα το σενάριο, ένιωσα ότι είναι γραμμένο με πολύ μεστό τρόπο, κάνοντάς με να θέλω να αφηγηθώ τη συγκεκριμένη ιστορία.
Ως δημιουργό δεν με ενδιαφέρει το είδος αυτό καθαυτό γενικότερα. Αυτό που θέλω είναι η ταινία να μπορεί να συνομιλήσει με το κοινό. Η συγκεκριμένη μπορεί να λειτουργήσει και ως θρίλερ και ως κοινωνικοπολιτικό δράμα, από τη στιγμή που εμπεριέχει όλα αυτά τα κομμάτια. Κάτι που αγαπώ ιδιαίτερα ωστόσο, είναι η απλότητα που φέρει. What you see is what you get.»
Η ταινία ακροβατεί μεταξύ του neo-noir, του θρίλερ, του κοινωνικοπολιτικού δράματος κ.ο.κ. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς ο ίδιος ως δημιουργός την ταυτότητά της και πώς θεωρείτε ότι αυτή εκλαμβάνεται από το κοινό;
Το φιλμ ξεκινά κατά κάποιον τρόπο σαν ταινία του Ρομέρ και καταλήγει σαν ταινία του Ταραντίνο. Στην Αμερική όλοι μου έλεγαν πόσο «ευρωπαϊκή» είναι και στην Ευρώπη το αντίστροφο. Υπήρχαν διαφωνίες και μεταξύ της παραγωγής ως προς το αν η τελικά αποτελεί ένα καθαρόαιμο θρίλερ ή αν υπερισχύει το κοινωνικοπολιτικό δράμα. Προσωπικά θεωρώ ότι εφάρμοσα μία κινηματογραφική γλώσσα που είναι επηρεασμένη από το αμερικανικό σινεμά, αλλά συγχρόνως είναι γυρισμένη με τρόπο που παραπέμπει ίσως και σε ένα πιο στερεοτυπικά «ευρωπαϊκό» φιλμ. Ως δημιουργό δεν με ενδιαφέρει το είδος αυτό καθαυτό γενικότερα. Αυτό που θέλω είναι η ταινία να μπορεί να συνομιλήσει με το κοινό. Η συγκεκριμένη μπορεί να λειτουργήσει και ως θρίλερ και ως κοινωνικοπολιτικό δράμα, από τη στιγμή που εμπεριέχει όλα αυτά τα κομμάτια. Κάτι που αγαπώ ιδιαίτερα ωστόσο, είναι η απλότητα που φέρει. What you see is what you get. Ωστόσο, οι αντιδράσεις των θεατών όπου έχει προβληθεί μέχρι στιγμής η ταινία, ήταν πολύ διαφορετικές. Στην Αμερική για παράδειγμα, με εξέπληξε πολύ το πόσο άρεσε σε ορισμένους πιο συντηρητικούς θεατές, οι οποίοι ήταν παλιότερα μέλη της Ακαδημίας. Επίσης, μου φάνηκε εξίσου ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ανδρικό κοινό σε γενικές γραμμές βρήκε την ταινία πιο σοκαριστική συγκριτικά με το γυναικείο.
Αντιλαμβάνομαι ότι εξαιτίας του θέματος υπάρχει μεγάλο περιθώριο κοινωνικοπολιτικής προέκτασης, όμως δεν ήθελα να κάνω ένα αμιγώς κοινωνικό σχόλιο μέσα από την ταινία. Στόχος μου ήταν ο καθένας να μπορεί να σχηματίσει τη δική του ανάγνωση. Στο τέλος της ημέρας είναι μία ταινία που αφορά τη σύγκρουση διαφορετικών κόσμων και τάξεων. Η ίδια η Ελλάδα εμπεριέχει αυτό το στοιχείο, είναι ταυτόχρονα μία χώρα του Πρώτου και του Δεύτερου Κόσμου.»
Θα λέγατε ότι η κοινωνικοπολιτική διάσταση της ταινίας είναι εγγενής ή αποτελεί έναν πυρήνα γύρω από τον οποίο δομήθηκε συνειδητά η ιστορία;
Αντιλαμβάνομαι ότι εξαιτίας του θέματος υπάρχει μεγάλο περιθώριο κοινωνικοπολιτικής προέκτασης, όμως δεν ήθελα να κάνω ένα αμιγώς κοινωνικό σχόλιο μέσα από την ταινία. Στόχος μου ήταν ο καθένας να μπορεί να σχηματίσει τη δική του ανάγνωση. Στο τέλος της ημέρας είναι μία ταινία που αφορά τη σύγκρουση διαφορετικών κόσμων και τάξεων. Η ίδια η Ελλάδα εμπεριέχει αυτό το στοιχείο, είναι ταυτόχρονα μία χώρα του Πρώτου και του Δεύτερου Κόσμου. Πίστευα ότι όλοι θα μισήσουν την ταινία, εξαιτίας του ότι είναι πολύ σκληρή και καταπιάνεται με δύσκολα θέματα, τα οποία θα μπορούσε κάποιος να μας κατηγορήσει ότι προσεγγίσαμε με διάθεση εκμετάλλευσης, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της απεικόνισης των Αλβανών. Ομως, ο σεναριογράφος της ταινίας, λόγω του ότι ζει στην Κάρυστο, προκειμένου να καταφέρνει να βιοπορίζεται, πολλές φορές δουλεύει σε οικοδομές με Αλβανούς εργάτες και έτσι έχει μεγάλη επίγνωση του πώς λειτουργεί ο κόσμος τους. Ισως από κάποιους θεωρηθεί παρωχημένος ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στην ταινία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Κάτι που βρήκα ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πόσο αγκάλιασε το Αλβανικό κοινό την ταινία. Οι θεατές στην Αλβανία (όπου ήδη έχει κυκλοφορήσει η ταινία) θεώρησαν ότι αφορά τόσο τους ίδιους σαν λαό, όσο και τις ιστορίες τους. Δεν ένιωσαν ότι παρουσιάζονται στερεοτυπικά και σε καμία περίπτωση ότι στιγματίζονται ως «οι κακοί».
Στην ταινία το κακό είναι διαρκώς παρόν, εναλλάσσοντας μορφές και δημιουργώντας μία αλυσίδα φαύλων κύκλων βίας. Τελικά οι καταστάσεις είναι αυτές που καθιστούν τους χαρακτήρες εν δυνάμει θύτες και θύματα;
Eίναι πολύ σημαντικό για εμένα το να ειπωθεί ότι όλοι είναι θύματα σε αυτήν την ταινία. Δεν υπάρχουν «κακοί» επί της ουσίας, διότι ακόμη και όσοι επιτελούν αυτόν τον ρόλο είναι και οι ίδιοι θύματα της κοινωνίας και του συστήματος που βρέθηκαν στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή. Αν τα πράγματα είχαν κυλήσει διαφορετικά, τότε η αλληλουχία των γεγονότων θα άφηνε το περιθώριο να μην είναι. Ομως ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται η ιστορία δημιουργεί ένα ντόμινο αντιδράσεων, το οποίο δεν θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί αλλιώς.
Το να δουλεύεις σε ανεξάρτητες παραγωγές σου επιτρέπει να είσαι ευέλικτος, να παίρνεις δημιουργικές αποφάσεις που δεν θα μπορούσες να λάβεις αλλιώς, γι’ αυτό και είναι κάτι που αγαπώ τόσο πολύ. Νιώθω σαν να επαναφορτίζει τα δημιουργικά μου αποθέματα, φέρνοντάς με παράλληλα σε επαφή με τον νεότερο εαυτό μου. Μου υπενθυμίζει γιατί ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο.»
Οταν σκηνοθετείτε η ματιά σας μεταβάλλεται; Πόσο επηρεάζεστε από την ιδιότητα του φωτογράφου που σας χαρακτηρίζει κυρίως;
Συχνά με ρωτούν ποια από τις δύο ιδιότητες προτιμώ. Στην πραγματικότητα δεν βλέπω μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο. Η δουλειά μου είναι το να αφηγούμαι ιστορίες. Εχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι σε πολλές κουλτούρες, όπως για παράδειγμα στην Ασία ή και σε κάποιες περιπτώσεις και στο Μεξικό, οι εμπλεκόμενοι σε μία ταινία εναλλάσσουν ρόλους κατά τη διάρκεια του γυρίσματος.
Υπάρχει κάποια σκηνή της ταινίας που συνοψίζει με καθαρότητα τη συνάντηση των δύο παραπάνω ιδιοτήτων σας;
Δεν ήταν ακριβώς μία συγκεκριμένη στιγμή, όσο η διαχείριση ορισμένων επιλογών. Για παράδειγμα, από την πρώτη στιγμή λάτρεψα τη διαδικασία «εξερεύνησης» του κτηρίου όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Απόλαυσα πολύ το να περιπλανιέμαι εκεί τις πρώτες μέρες, προσπαθώντας να καταλάβω πώς θέλω να αξιοποιήσω την αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του χώρου για το οπτικό κομμάτι της ιστορίας. Είναι ένα καταπληκτικό κτήριο, το οποίο κατά έναν τρόπο λειτουργεί σαν αυτόνομος χαρακτήρας στην ταινία.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας σας έχετε δουλέψει σε παραγωγές τόσο μεγαλύτερης, όσο και μικρότερης κλίμακας. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στις τελευταίες;
Το να δουλεύω σε πιο περιορισμένη κλίμακα είναι κάτι που πραγματικά απολαμβάνω πολύ. Παρόλο που μου αρέσει να συνεργάζομαι με μεγάλα στούντιο, είναι πάντα πολύ αναζωογονητικό το να εμπλέκομαι και σε μικρότερες παραγωγές με ολιγάριθμο crew, διότι μου δίνει περισσότερη δημιουργική ελευθερία. Οταν δουλεύεις «εντός συστήματος» υπάρχει τεράστια πίεση ως προς το οικονομικό κομμάτι, και όχι μόνο. Το να δουλεύεις σε ανεξάρτητες παραγωγές σου επιτρέπει να είσαι ευέλικτος, να παίρνεις δημιουργικές αποφάσεις που δεν θα μπορούσες να λάβεις αλλιώς, γι’ αυτό και είναι κάτι που αγαπώ τόσο πολύ. Νιώθω σαν να επαναφορτίζει τα δημιουργικά μου αποθέματα, φέρνοντάς με παράλληλα σε επαφή με τον νεότερο εαυτό μου. Μου υπενθυμίζει γιατί ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο. Αυτός είναι και ο λόγος που το συνιστώ σταθερά και στους νεότερους δημιουργούς.
Το «Οταν το Φως Πέφτει» κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από τη Feelgood. Διαβάστε την αναλυτική γνώμη του Flix για την ταινία, πατώντας εδώ και δείτε το τρέιλερ παρακάτω.