Ο Γούντι είναι ένας αλκοολικός γεροξεκούτης. Ενας συνταξιούχος, πρώην γκαραζιέρης από το Χόθορν της Νεμπράσκα, που εδώ και πολλά χρόνια ζει στη Μοντάνα με την γκρινιάρα γυναίκα του που συνεχώς τον υποτιμά, τον διορθώνει, τον αγαπά, τον φροντίζει με την τυπική γυναικεία μουρμούρα. Τα δυο του αγόρια έχουν μεγαλώσει. Ο ένας έχει κάνει οικογένεια και εργάζεται ως παρουσιαστής ειδήσεων στον μικρό τοπικό τηλεοπτική σταθμό. Ο μικρότερος, ο Ντέιβιντ, είναι πωλητής σε κατάστημα ηλεκτρονικών - ένας 40άρης που ξέμεινε χωρίς πραγματικά όνειρα και σχέσεις. Οταν ο Γούντι πιστεύει ένα διαφημιστικό γράμμα που λαμβάνει, ένα μαρκετίστικο κόλπο που τον ειδοποιεί ότι «έχει κερδίσει ένα εκατομμύριο δολάρια» βρίσκει έναν τελευταίο σκοπό στη ζωή του: να επιστρέψει στην Νεμπράσκα και να παραλάβει τα κερδισμένα του. Κανείς δεν μπορεί να τον πείσει ότι πρόκειται για απάτη. Κι ο Ντέιβιντ, είτε από τύψεις, είτε γιατί νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί κάτι τελευταίο με τον γερασμένο πατέρα του, δέχεται να τον συνοδεύσει. Να κάνει ένα ταξίδι δρόμου προς τα πίσω - προς όσα μας έπλασαν, όσα μας δένουν με έναν αόρατο ομφάλιο λώρο, όσα απαρνηθήκαμε, όσα θα κουβαλάμε πάντα σαν κομμάτι από τη σάρκα μας.

Ο Αλεξάντερ Πέιν επιστρέφει κι ο ίδιος στην γενέτειρά του. Οχι μόνο την γεωγραφική, καθώς κατάγεται από την Νεμπράσκα κι έχει πλημμυρίσει την ταινία με μικρές αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες, αλλά και την κινηματογραφική: το ύφος, ο ρυθμός, το σενάριο, το off beat χιούμορ, η ασπρόμαυρη εικόνα δίνουν την αίσθηση μίας μικρής ανεξάρτητης ταινίας που έρχεται από τα παλιά. Σαν φολκ ακουστικό τραγούδι περιηγείται στην απεραντοσύνη μίας ξεχασμένης Αμερικής, εκεί όπου τίποτα δεν συμβαίνει, σε αχανείς αγροτόπους, φάρμες και σπίτια, όπου οι οικογένειες μαζεύονται αμίλητα γύρω από τις ανοιχτές τηλεοράσεις, ή τα τοπικά μπαρ όπου όλες οι ηλικίες θα πνίξουν την ώρα και τα αδιέξοδα όνειρά τους σε φτηνή μπύρα.

Το σενάριο του Μπομπ Νέλσον που κοντοστέκεται σ' αυτό το τίποτα, αποκαλύπτει τους χαρακτήρες μέσα από μικρά περιστατικά και χαρτογραφεί μία slice of americana -όχι ιδιαίτερα κολακευτική. Μία καυστική κωμική (και σε κάποιες στιγμές πολύ πιο off-beat από όσο θα ήθελες) και επώδυνα ειλικρινή ματιά στην κουλτούρα των μεσοδυτικών πολιτειών, που αρχικά μοιάζει με αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου, με πικρή απομυθοποίηση της προηγούμενης γενιάς, με μία απογοητευμένη ξενάγηση στην χτυπημένη από την οικονομική κρίση καρδιά της χώρας.

Σταδιακά όμως, η σήμα κατατεθέν τρυφερότητα του Πέιν παίρνει το λόγο. Το βλέμμα του πέφτει μελαγχολικά πάνω στα τοπία (εξαιρετική η φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ), τα κτίρια, τους έρημους δρόμους, τις ρυτίδες στο πρόσωπο του υπέροχου Μπρους Ντερν (επιτέλους σ' έναν πρωταγωνιστικό ρόλο), τα γκρεμισμένα βλέμματα μικρών και μεγάλων, κι αρχίζει να χαϊδεύει την ταινία με κατανόηση, αποδοχή, γνώριμη γλύκα, συγκίνηση. Το υπόγειο σχόλιο για τη χώρα που κατάντησαν όπως την κατάντησαν οι προηγούμενες γενιές, για την αδιέξοδη κληρονομιά που μας αφήνουν οι γονείς μας, για τις ανικανοποίητες ζωές και τα όνειρά τους, για το χρόνο που κυλά ανελέητα μπροστά... εξαφανίζεται. Βουρκώνει και σιωπά, μπροστά σε μικρές προσωπικές αλήθειες και σε μεγάλες, βουβές παραδοχές.

Και τότε η γεωγραφία του τίτλου είναι άσχετη. Από όπου κι αν προέρχεσαι, νιώθεις ότι έχεις αφήσει πίσω τα σύνορα της Νεμπράσκα και ξεφυλλίζεις το μη φωτογενές ασπρόμαυρο άλμπουμ των δικών σου γονιών. Και είναι σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά. Γιατί είσαι αρκετά μεγάλος πια για να τους κοιτάξεις χωρίς φίλτρο, να τους αποδεχτείς για αυτό που ακριβώς είναι και να τους αγαπήσεις από την αρχή.