Φέτος, που για πρώτη φορά το Φεστιβάλ Κανών μεταμορφώνει σε θεσμο την απονομή του Τιμητικού Χρυσού Φοίνικα, ο δημιουργός στον οποίο επιλέγει να τον προσφέρει είναι ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, προβάλοντας, ταυτόχρονα, στο τμήμα Cannes Classics την ταινία «Ο Κομφορμίστας». Και υπάρχει λόγος γι’αυτό, σ’ένα Φεστιβάλ (και σε μια χώρα), που για χρόνια προσπαθεί να συγκεράσει τα καλύτερα της Ευρώπης και της Αμερικής. Στα 71 του χρόνια, με μια εικοσάδα ταινιών στο ενεργητικό του, οι περισσότερες από τις οποίες θα έμπαιναν σε κάποια λίστα με τις «πιο», ο Μπερτολούτσι έχει αποδείξει το ουσιαστικότερό του γνώρισμα: είναι ο σκηνοθέτης που, περισσότερο από κάθε άλλον, στέκεται εκεί όπου ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος τέμνει τον αμερικανικό.
Πληθωρικές παραγωγές, μεγαλεπήβολα κάδρα, ήρωες (άνδρες, κυρίως), που ξεχειλίζουν από δραματικότητα, κοσμοϊστορικά γεγονότα και, ταυτόχρονα, μια ειρωνία, μια διάθεση υπονόμευσης, μια αγάπη για την καταστροφή της ψυχής τόσο, μα τόσο ευρωπαϊκή. Δεν είναι ανάγκη, όπως για κανέναν σκηνοθέτη, να επικροτήσει κανείς ολόκληρο το έργο του Μπερτολούτσι. Ισα-ίσα που οι ταινίες του προκαλούν χαρακτηριστικές διαφωνίες. Είναι, όμως, απαραίτητο, για όποιον αγαπά το σινεμά, ν’αναγνωρίσει το πόσο απολάμβανε την εικόνα που μπορούσε να φτιάξει και την ιστορία που αποφάσιζε να αφηγηθεί. Οπως είναι σημαντικό να θυμηθεί κανείς το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», όχι για το βουτυρένιο σεξ, αλλά για τον εσωτερικό τυφώνα του πληγωμένου Μάρλον Μπράντο, το «Τσάι στη Σαχάρα» για το δίλημμα ενός ζευγαριού ανάμεσα στον πόθο και την απέχθεια, το «1900» για μια παιδική ελπίδα που πυροβολήθηκε, τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» για έναν άντρα που δεν ήξερε πού ν’αναζητήσει τη σοφία.
Ολόκληρη η φιλμογραφία του Ρωμαίου, Ιταλού, Ευρωπαίου, διεθνούς σκηνοθέτη, σε μια δική του κουβέντα: «Θυμάμαι πώς ήταν να είσαι νέος στη δεκαετία του ’60… είχαμε μια έντονη ανυπομονησία για το μέλλον, μια μεγάλη ελπίδα. Αυτό λείπει από τους σημερινούς νέους. Το να μπορούν να ονειρευτούν και ν’αλλάξουν τον κόσμο».