Μια μαύρη είσοδος υπεριψωμένη δυο τρία σκαλιά, δίπλα σε ένα εκπτωτικό σούπερ μάρκετ. Αυτό αναζητάς στο 142 της Rue de Montmartre, στο δεύτερο διαμέρισμα του Παρισιού. Στη γωνία του κτηρίου, το Social Club, μοιάζει να είναι εκεί για να σε μπερδέψει. Το Silencio δεν έχει πινακίδα, την Κυριακή το βράδυ που φτάνουμε έξω από την πόρτα του, δεν έχει καν ανθρώπους να περιμένουν. Αν δεν είσαι μέλος, δεν έχει νόημα να βρεθείς στο club πριν τις δώδεκα, καθώς μόνο τότε και μέχρι τις έξι το πρωί ανοίγουν οι πόρτες του για τους «κοινούς θνητούς».
Η σκάλα μεταλλική, οι τοίχοι βαμμένοι μαύροι, σε κατεβάζουν με τρόπο καθαρά λιντσικό στα εντόσθια του κτηρίου, σ ένα υπόγειο που ακόμη κι αν έχεις δει τις φωτογραφίες, μοιάζει αλλόκοτο, όπως ταιριάζει σε κάτι που φέρει το όνομα του Ντέιβιντ Λιντς. Από την σκοτεινή, μυστικιστική σχεδόν κατάβαση σου, η πόρτα ανοίγει σε μια χρυσή έκρηξη, σε έναν διάδρομο από ξύλινα τουβλάκια, βαμμένα χρυσά, που σε οδηγούν στον χώρο του κλαμπ μεταμορφώνοντας τους τοίχους σε κάτι σαν παραισθησιογόνο jenga. Χαμηλό ταβάνι, σχεδόν συνωμοτική γαλήνη, άνθρωποι να περιφέρονται στα δωμάτια που ορίζουν τους χώρους του κλαμπ. Η μεγάλη αίθουσα με την σκηνή, μοιάζει βγαλμένη από το «Mullholland Drive». Στην άκρη της ένα πιάνο, χρήσιμο στις παραστάσεις, τις συναυλίες (οι Air, η Lykke Li, οι Au Revoir Simone, οι Kills, είναι μερικοί απ όσους έχουν εμφανιστεί), τις performances που κατα καιρούς δίνονται εκεί. Τώρα στην δεξιά γωνία της, ένας dj παίζει τη μουσική που ακούς από τα ηχεία: γαλλική electronica, το «Ι'm on fire» του Μπρους Σπρίνγκστιν, τους Scratch Massive με τον Τζίμι Σόμερβιλ, το «Clouds Accross the Moon» των RAH Band. Ναι, αν δεν σας το είπαμε ήδη, τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως το περιμένεις.
Λίγα μέτρα πιο πίσω με τρία σκαλιά να λειτουργούν σαν όριο του χώρου, η αίθουσα της σκηνής ανοίγει σε ένα lounge με αλλόκοτα έπιπλα, χαμηλές μαύρες πολυθρόνες σχεδιασμένες από τον ίδιο τον Λιντς, που μοιάζουν χαρακτηριστικά άβολες μέχρι την στιγμή που θα καθίσεις πάνω τους. Δίπλα της το μπαρ, όπως όλα στον χώρο, μικρότερο απ ότι θα φανταζόσουν, πιστό στην αισθητική του Silencio που ανταλλάσσει την αχανή γεωγραφία ενός συνηθισμένου club για την ατμόσφαιρα μιας κομψής ονειρικής σπηλιάς, ενός μυστικού που μοιράζεσαι με λίγους κι εκλεκτούς. Προσεγμένα ποτά, κι ένας κατάλογος με ελαφρώς εξωτικά coctails με ξεχωριστά ονόματα, και τιμές από 10 -έως 18 ευρώ, για τα πιο premium, πολλές φορές αποσταγμένα οινοπνεύματα και, για τον έξτρα κόπο που μπάρμαν που θα σου φτιάξει με φροντίδα και δίχως θεατρινισμούς, κάτι ιδιαίτερο.
Πίσω από το μπαρ, η «βιβλιοθήκη» του club, μια αίθουσα σαν ένα χρυσό τούνελ, με καναπέδες και τραπεζάκια κι έναν καθρέφτη στο τέλος να διπλασιάζει τον χώρο, είναι το σημείο που μπορείς να καθίσεις για να ανταλλάξεις κουβέντες, να δοκιμάσεις ένα από τα (λίγα) πιάτα του μενού (12-14 ευρώ τα περισσότερα) ή απλά να ξεφυλλίσεις ένα από τα βιβλία που βρίσκονται διασκορπισμένα στα ράφια του χώρου. Κάποια επιλογές του Λιντς, άλλα, των καλλιτεχνών που κάθε τόσο παίρνουν «carte blance» για να επιμεληθούν events στον χώρο. Λευκώματα τέχνης, βιβλία για το σινεμά αλλά κι ένας Κάφκα η ένας Ντοστογιέφσκι, σου δίνουν κάτι να κάνεις αν νιώθεις τη διάθεση να απομονωθείς ή απλά θες να δείξεις μοναχικός κι ενδιαφέρων.
Το πιο παράξενο ίσως σημείο του Silencio, βρίσκεται στο ακριβώς διπλανό δωμάτιο. Περιγράφεται ως «Smoking forest» και είναι ένα δωμάτιο που δίνει όντως την αίσθηση ενός μαγεμένου, αλλόκοτου δάσους. Μεταλλικοί κορμοί/σωλήνες ξεφυτρώνουν από το έδαφος, φτάνοντας ως το ταβάνι, και σε κάποιους από αυτούς «ανθίζει» κάτι που θα μπορούσε να είναι κάθισμα, αν και ομολογουμένως δεν δοκιμάσαμε την αντοχή του. Αδειο από κόσμο, το δωμάτιο μοιάζει με κάτι που θα περίμενες να δεις τραβώντας μια κουρτίνα σε ένα φιλμ του Λιντς, απόκοσμο και σχεδόν ανησυχητικό. Με τους ανθρώπους να στέκονται ανάμεσα στα «δέντρα του», παραδόξως, μοιάζει ακόμη πιο παράξενο.
Συνεχίζοντας στην άκρη του διαδρόμου, φτάνεις στις τουαλέτες, ατμοσφαιρικές ψηφιδωτές, κι όπως όλα, απροσδιόριστα μυστηριώδεις. Ο ίδιος ο Λιντς λέει ότι ο προθάλαμος για τις τουαλέτες με τον μεγάλο νιπτήρα και τους στρογγυλούς καθρέφτες με τα φώτα στην κορνίζα τους, είναι το αγαπημένο του σημείο στο κλαμπ . Ακριβώς αντιδιαμετρικά στον χώρο, πίσω απ όπου ξεκίνησες, μια κλειστή τώρα, πόρτα, σε οδηγεί στο σινεμά. Η προβολή έχει τελειώσει, αλλά οι άνθρωποι του club μας ξεναγούν. Μια μικρή εξαιρετικά κομψή αίθουσα με πολυθρόνες και διθέσιους καναπέδες, σχεδιασμένους επίσης από τον Λιντς, με στόχο την απόλυτη χαλάρωση. Η κάθε καρέκλα έχει το δικό της υποπόδιο και τραπεζάκι κι ένα μικρό φωτιστικό στο πλάι. Η αίθουσα του σινεμά είναι ανοιχτή μόνο στα μέλη, τα οποία πρέπει να κάνουν κράτηση, αφού οι θέσεις είναι περιορισμένες. Η αίθουσα λειτουργεί κάθε βράδυ για μία προβολή και το πρόγραμμά της περιλαμβάνει τόσο ταινίες που βγαίνουν στις γαλλικές αίθουσες σε κανονική διανομή, όσο και ειδικές προβολές, ανάλογα με το πρόγραμμα που ορίζουν οι έχοντες κάθε φορά «carte blance», curators.
Περισσότερο από ένα club, ένα μέρος για να διασκεδάσεις, το Silencio σύμφωνα με τις προθέσεις των ιδιοκτητών του, θέλει να λειτουργεί σαν ένα «δημιουργικό εργαστήριο» κάπου ανάμεσα στα Παρισινά λογοτεχνικά σαλόνια, τα καφέ που σύχναζαν οι υπαρξιστές, το Cabaret Voltaire των ντανταϊστών και το Studio 54 του Αντι Γουόρλχολ. Αν ο Λίντς είναι ο Γουόρχολ του πάντως, ήταν χαρακτηριστικά απών την βραδιά που το επισκεφτήκαμε. Στην πραγματικότητα ακόμη κι αν οι άνθρωποι του Silencio μας διαβεβαίωσαν ότι το επισκέπτεται κάθε φορά που έρχεται στο Παρίσι, το club δεν ανήκει στον σκηνοθέτη. Ιδιοκτήτες του είναι οι Αρνό Φρις, Μανού Μπαρόν και Αντονί Κατόν, οι άνθρωποι πίσω και από το Social Club, που βρίσκεται μερικούς ορόφους από πάνω. Ο Λίντς είναι ο νονός του μέρους, ο πνευματικός πατέρας του και ο άνθρωπος που του έδωσε σχήμα και μορφή. Δάνεισε επίσης το όνομα του club από το «Mullholand Drive» στον χώρο, αλλά αυτό όπως λέει «ήταν μια απόφαση του Αρνό. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά που συνδέουν το club της ταινίας μου με αυτό το Silencio, νομίζω ότι η ατμόσφαιρα είναι πολύ διαφορετική, αλλά πάλι αυτή είναι μόνο η δική μου άποψη. Σίγουρα πάντως που αρέσει το όνομα. Εχει κάτι που δεν ξέρω πως να το περιγράψω... μια μαγεία».
Οσο για τους λόγους που τον έκαναν να φτιάξει ένα club; Πιθανότατα είναι οι ίδιοι λόγοι που τον οδηγούν να ασχοληθεί με τα πιο απροσδόκητα πράγματα, από την ζωγραφική και την μουσική μέχρι το design, όμως ο ίδιος ο Λιντς προσφέρθηκε να δώσει μια εξήγηση στην εφημερίδα L' Express: «Εχω φτάσει ήδη στα 65 μου και λενε ότι οι άντρες όταν περάσουν τα πενήντα ονειρεύονται να χτίσουν γιγαντιαίους πύργους για να αποδείξουν ότι παραμένουν ακόμη δραστήριοι, αρρενωποί. Εχω γυρίσει ταινίες, έχω συνθέσει μουσική, έχω φτιάξει κάθε λογής αντικείμενα, έργα που είχαν μια αρχή κι ένα τέλος. Τώρα θέλω να κάνω κάτι στιβαρό. Ξεκίνησα με τη ζωγραφική και εδώ και τρία χρόνια δουλεύω σε ένα στούντιο λιθογραφίας στο Μονπαρνάς ζωγραφίζοντας πάνω στις ίδιες πέτρες που χρησιμοποιούσαν ο Μιρό και ο Πικάσο. Πριν δυο χρόνια ξεκίνησα να δουλεύω για το Silencio και κοιτάζοντας τώρα αυτό που κατορθώσαμε να φτιάξουμε, νιώθω σχεδόν αθάνατος»...
Το Silencio βρίσκεται στο 142 της Rue de Montmartre, σε ένα χώρο 650 τετραγωνικών που στο παρελθόν είχε υπάρξει γραφείο και τυπογραφείο για εφημερίδες όπως η L' Umanite, η La France η L Aurore κι όπου ο Εμίλ Ζολά τύπωσε το περίφημο «Κατηγορώ» του. Το Club λειτουργεί από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις έξι το πρωί κάθε μέρα. Μέχρι τις 12 το βράδυ η είσοδος είναι για μέλη μόνο. Το κόστος για τα μέλη είναι 780 ευρώ το χρόνο, 1500 ευρώ για premium συνδρομή και 420 ευρώ αν είσαι κάτω των 30 ή δεν είσαι κάτοικος Παρισιού. Αιτήσεις για μέλη και περισσότερες πληροφορίες στο silencio-club.com.
Διαβάστε περισσότερα για τον Ντέιβιντ Λιντς
photo credits: alexandre guirkinger/silencio, David Lynch/Silencio Fragments, Neil Wissink
Tags: silencio, ντέιβιντ λιντς